Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Κυριακή, 01 Απριλίου 2012 03:29

Ο Χρύσανθος Κυριαζής «καρφώνει» στο atpreveza.gr

Συνέντευξη στους Παναγιώτη Τσόγκα, Δημήτρη Πάτση

 

Με τον Χρύσανθο Κυριαζή συμβαίνει το εξής οξύμωρο. Όταν τον έχεις απέναντί σου για μια φιλική κουβέντα, είναι... ανοικτό βιβλίο, όταν τον έχεις απέναντί σου και σας χωρίζει το φιλέ, καλύτερα να ψάξεις... καταφύγιο. Ο βολεϊμπολίστας-προπονητής του ΑΟ Πρέβεζας, συχνά-πυκνά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης κοίταζε τον Αμβρακικό. Το απέραντο γαλάζιο, όπου κάποτε -πιτσιρίκι γαρ- έβλεπε τον πατέρα του πάνω στη βάρκα. Ίσως αυτές οι εικόνες των «ατσάλωσαν» και από τα παλιοσίδερα του κλειστού στο Φόρο, βρέθηκε να φοράει το εθνόσημο και να εκπροσωπεί την χώρα και την πόλη μας στα πέρατα της γης, κόντρα στους κορυφαίους αθλητές βόλεϊ στον κόσμο. Έξι χρόνια στον Κτησιφώντα, τέσσερα στον Ηρακλή, τέσσερα στον Ολυμπιακό, ένα χρόνο στην Πάτρα, δύο στον ΠΑΟΚ και δύο στον Παναθηναϊκό, μαρτυρούν μια καριέρα αξιοζήλευτη. Η επιστροφή στην... Ιθάκη του, την Πρέβεζα του άνοιξε μια διαφορετική «πόρτα». Και η συζήτηση μαζί του, πάντα βγάζει πνεύμα νικητή. Όπως συνέβαινε και στα γήπεδα εξάλλου...

 

-Πώς ξεκίνησε το... ταξίδι σου στο ελληνικό βόλεϊ;

«Από μικρός είχα ασχοληθεί με τον αθλητισμό και με αρκετά αθλήματα. Υπήρχαν όμως τότε αρκετές αλάνες, δεν είναι όπως τώρα. Μπορούσαμε να παίξουμε, να παίξουμε, να παίξουμε. Όποιο άθλημα θέλαμε. Αρχικά εγώ έπαιζα ποδόσφαιρο, μπάσκετ. Το βόλεϊ όμως ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Ειδικά στο σχολείο, έπαιζα συνεχώς. Από ένα σημείο και μετά όμως, πρέπει να διαχειριστείς καλύτερα την ικανότητα, το ταλέντο που μπορεί να έχεις και πρέπει να διαλέξεις ένα άθλημα, για να μπορέσεις να αποδώσεις, να δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό και όλη σου την ενέργεια. Δεν έχεις το χρόνο άλλωστε για να τα κάνεις όλα.

Βέβαια τα παιδιά τώρα δεν έχουν τον ίδιο χρόνο με παλαιότερα για αθλητισμό. Παράλληλα, πληρώνουν. Παλιότερα δεν υπήρχε αυτό».

 

-Υπήρχε κάποιος άνθρωπος εδώ στην Πρέβεζα, που σε παρακίνησε να ασχοληθείς πιο ενεργά με το βόλεϊ;

«Η... αιτία της καριέρας που έκανα ήταν ο Θοδωρής Ζώτος. Ήταν προπονητής στην ομάδα της Πρέβεζας και παράλληλα γυμναστής στο σχολείο. Διέκρινε το ταλέντο μου, με ενθάρρυνε να έρθω στην ομάδα να κάνω προπονήσεις. Εγώ είδα ότι το κλίμα είναι καλό, ο προπονητής μου εξήγησε κάποια πράγματα και με έπεισε να ασχοληθώ με το βόλεϊ. Εγώ έπαιζα και μπάσκετ και ποδόσφαιρο, όπως είπα και είχε έρθει η στιγμή να διαλέξω. Με έκανε να καταλάβω ότι πρέπει να διαλέξω αυτό που αγαπώ περισσότερο. Αν δεν ήταν ο Θοδωρής Ζώτος δε θα τα κατάφερνα. Δεν ήταν μόνο ότι με έπεισε να ασχοληθώ. Μου έδωσε βάσεις σωστές για να ξεκινήσω το άθλημα και να κάνω έτσι την καριέρα που έκανα.

 

-Το «βήμα» από τον ΑΟΠ στον Κτησιφώντα πώς έγινε;

«Παίζαμε στον ίδιο όμιλο στη Β' Εθνική. Ήταν πρωτοπόροι αυτοί στη Β΄Εθνική και φαβορί για να ανέβουν στην Α2. Είχαμε παίξει αντίπαλοι σε δύο αγώνες και ειδικά στο δεύτερο ματς εδώ στην Πρέβεζα, είχαν χάσει 3-0 σετ. Είχε προκαλέσει αίσθηση αυτή η εμφάνιση. Είχαν έναν πρόεδρο τότε, που ήθελε να φτάσει η ομάδα ψηλά και είχε επενδύσει χρήματα. Μου είχαν κάνει πρόταση να πάω τότε στην ομάδα. Βέβαια, νωρίτερα είχα προτάσεις και από άλλες ομάδες και από Α1 και από Α2, όμως επειδή πήγαινα σχολείο ακόμη, σκέφτηκα να τελειώσω το σχολείο στην Πρέβεζα και μετά να κάνω το... βήμα. Τελείωσα το σχολείο και μετά πήγα στον Κτησιφώντα, ο οποίος ήταν στην Α2. Εκείνη τη χρονιά είχε δώσει πολλά λεφτά για να με αποκτήσει. Η μεταγραφή συγκρινόταν άνετα με αυτές που γίνονταν στη μεγάλη κατηγορία. Αυτό έδειχνε ότι με πίστευαν πολύ. Τότε βέβαια δεν υπήρχαν συμβόλαια, παρά μόνο δελτία. Έπρεπε να πληρώσεις και την ομάδα και τον παίκτη. Περίπου όμως το 70% του ποσού το έπαιρνε η ομάδα».

49803 

 

-Πώς πήρες την μεγάλη απόφαση να ολοκληρώσεις μια τόσο μεγάλη καριέρα και να έρθεις στον ΑΟΠ;

«Η αλήθεια είναι πως δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ. Όταν ασχολείσαι επαγγελματικά με τον αθλητισμό και δεν έχεις ελεύθερο χρόνο για τίποτα, τα σκέφτεσαι όλα. Όταν χειμώνα-καλοκαίρι είσαι στις προπονήσεις, τους αγώνες και τα ταξίδια, με τον σύλλογο και την Εθνική, αισθάνεσαι κούραση. Τα σταθμίζεις τότε όλα! Από το 2005 και μετά είχα ειδοποιήσει την Ομοσπονδία πως δεν θέλω άλλο να παίξω στην Εθνική ομάδα. Ήμουν και 33-34 και σκέφτηκα ότι θα πρέπει και τα νέα παιδιά σιγά-σιγά να παίρνουν ευκαιρίες».

 

-Σε έχουμε δει τώρα στον ΑΟΠ και σε ένα διαφορετικό ρόλο, αυτό του προπονητή. Πώς είναι αυτή η νέα εμπειρία;

«Όταν αποφάσισα ότι θα σταματήσω, αυτό δεν έγινε απότομα. Δεν έγινε μετά από σκέψη ότι έχω... ξοφλήσει και δεν μπορώ να παίξω σε υψηλό επίπεδο. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που σε top επίπεδο δεν ήθελα να ασχοληθώ. Έπεσαν τα συμβόλαια πολύ χαμηλά, το κόστος ζωής στην Αθήνα ήταν πολύ υψηλό και βλέπουμε τώρα ότι υπάρχουν ομάδες, που δίνουν πολύ λίγα λεφτά στους παίκτες τους. Έχει πέσει το επίπεδο και το οικονομικό είναι μεγάλο θέμα».

 

-Πού οφείλεται αυτό;

«Έχει να κάνει γενικότερα με το πως είναι συνυφασμένος ο αθλητισμός κοινωνικοοικονομικά. Ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία επηρεάζει και τον αθλητισμό, όπως και πολλούς άλλους τομείς. Πλέον, με πρόφαση την κρίση δεν έδιναν λεφτά και αποφάσισα ότι δεν αξίζει με αυτές τις συνθήκες. Δεν είναι μόνο ότι κάνεις αθλητισμό. Ο οργανισμός, το σώμα και η ψυχή σου καταπονούνται πάρα πολύ. Σκεφτόμουν και την οικογένειά μου. Σκέφτηκα ότι για την κόρη μου και τη γυναίκα μου θα ήταν καλύτερο το επίπεδο ζωής, οπότε γύρισα, αφού είχα και τη δυνατότητα. Τον πρώτο χρόνο δεν ασχολήθηκα με κάτι, αλλά έπειτα από πιέσεις του φίλου μου και προέδρου του ΑΟΠ Δημήτρη Παρασκευά, είπα να βοηθήσω τη φετινή σεζόν και βλέπουμε για το μέλλον».

 

-Πώς βλέπεις την ομάδα του ΑΟΠ, εν όψει και της επόμενης σεζόν;

«Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά στην ομάδα. Πιστεύω ότι αν πάρουν παιχνίδια και εμπειρίες, υπάρχει μια ''μαγιά'' για να φτιάξουν μία ομάδα, που σε αυτό το επίπεδο θα παίξει αρκετά καλό βόλεϊ και να βελτιωθούν και ατομικά μέσα από τους αγώνες».

 

-Η Εθνική είναι ένα πολύ μεγάλο «κεφάλαιο» στην καριέρα σου. Πώς κρίνεις την κόντρα των διεθνών με την Ομοσπονδία;

«Η Ομοσπονδία ήταν αναξιόπιστη από παλιά. Δεν έγινε τώρα. Απλώς τα προβλήματα έχουν συσσωρευτεί στους παίκτες και γι' αυτό βγαίνουν προς τα έξω οι κόντρες. Από παλιά υπήρχε ένα αυταρχικό καθεστώς στην Ομοσπονδία, που δεν το ενδιέφεραν οι παίκτες σαν άνθρωποι. Δεν τους ένοιαζε αν οι παίκτες έπαιρναν τα λεφτά τους, αν είναι εξασφαλισμένοι. Τους ενδιέφερε να κάνουν φαινομενικά ένα καλό πρωτάθλημα και να πηγαίνει όσο το δυνατόν καλύτερα η Εθνική ομάδα. Αν τους έλεγες ότι οι μισοί παίκτες είναι απλήρωτοι, αλλά η Εθνική θα πηγαίνει καλά, ήταν όλα εντάξει γι' αυτούς. Παράλληλα κόπηκαν τα χρήματα για την Εθνική. Και επήλθε ένα αδιέξοδο».

 

-Θεωρείς ότι οι παίκτες σωστά αντέδρασαν;

«Σωστότατα αντέδρασαν και ίσως άργησαν κιόλας. Το συνδικαλιστικό μας όργανο ο ΠΑΣΑΠ, ήταν εντελώς απενεργοποιημένο. Δεν υπήρχε ενδιαφέρον από εμάς -βάζω και τον αυτό μου μέσα- για να ενεργοποιηθεί πάλι. Όταν αρχίσαν τα προβλήματα, τότε αποφασίσαμε να κάνουμε μια κίνηση και τώρα είναι σε δράση. Όλοι μας, όσοι είχαμε μεγάλα συμβόλαια -με δεδομένα βόλεϊ, γιατί τα δικά μας συμβόλαια δεν έχουν σχέση με τα αντίστοιχα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ- είχαμε επαναπαυτεί και δε κοιτάζαμε συναθλητές μας σε μικρότερες ομάδες που είχαν προβλήματα οικονομικά».

 

44740

 

-Στην Πρέβεζα πόσο εύκολο είναι να προσελκύσει το βόλεϊ μικρά παιδιά;

«Στην εποχή που ζούμε είναι δύσκολο. Το βλέπουμε καθημερινά. Τα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με το βόλεϊ και παλιά υπήρχε η δυνατότητα να τα βοηθήσεις, τώρα δε μπορείς να το κάνεις. Δεν υπάρχουν λεφτά. Επαφίεται στην καλή διάθεση της κάθε διοίκησης να επενδύσει κάποια χρήματα. Έχει αλλάξει όμως η νοοτροπία και των γονιών και των παιδιών. Έχει γίνει το θέμα μια τεράστια ''φούσκα''. Πιστεύουν όλοι ότι μέσα από τον αθλητισμό θα κερδίσουν χρήματα. Πλέον τα παιδιά σκέφτονται πώς θα εκμεταλλευτούν την αθλητική τους δραστηριότητα για να κερδίσουν λεφτά. Εμείς ποτέ δεν το σκεφτόμασταν αυτό. Κάναμε το κέφι μας και δεν σκεφτόμασταν ότι θα μας πάρει κάποια ομάδα για να βγάλουμε χρήματα. Εγώ όταν πήρα την πρώτη μεταγραφή, δεν πίστευα καν ότι θα πάρω στα χέρια μου κάποια χρήματα. Και τώρα βλέπεις παιδιά -δεν μιλάω για την Πρέβεζα- τα οποία από 16 ετών λένε: ''πόσα θα πάρω για να έρθω στην προπόνηση;''. Δεν υπάρχει δυνατότητα ούτε μια φόρμα να παρέχεις τώρα στα παιδιά. Δεν έχει έσοδα ο σύλλογος».

 

-Ποιο θεωρείς ότι ήταν το πιο μεγάλο «κεφάλαιο» στην καριέρα σου, οι καλύτερες και οι χειρότερες στιγμές;

«Κάποια πράγματα δεν πρόκειται ποτέ να τα ξεχάσω. Όταν το 1996 κάναμε στην Πάτρα το προολυμπιακό τουρνουά, ήμουν στην Εθνική ομάδα, αλλά όχι βασικός. Ξαφνικά με προπονητή τον Κουβανό Χερέρα, μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω εξάδα για τρία παιχνίδια και είχα βγει καλύτερος υποδοχέας του τουρνουά, μπροστά από πολύ μεγάλους παίκτες, ήταν για εμένα πολύ σημαντική στιγμή και μου έδωσε ώθηση. Επίσης το Κύπελλο που πήραμε με τον Ηρακλή το 2000. Ήταν το πρώτο τρόπαιο που πήρε ποτέ ο Ηρακλής στο βόλεϊ. Το πρώτο μου πρωτάθλημα, που κατέκτησα με τον Ολυμπιακό και αργότερα η κατάκτηση του Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό. Οι στιγμές όμως που ζεις με την Εθνική ομάδα, ειδικά στο εξωτερικό, δεν συγκρίνονται. Είναι απίστευτο συναίσθημα να εκπροσωπείς τη χώρα σου, απέναντι σε ομάδες που ποτέ δεν πίστευες ότι θα αντιμετωπίσεις και να φέρνεις και αποτελέσματα. Σε τόπους που ποτέ δεν πίστευες ότι θα πας. Μιλάμε για Βενεζουέλα, Βραζιλία, Ιαπωνία... Γενικότερα είναι κάποιες στιγμές που θα έλεγα ότι είμαι αν όχι τυχερός -πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο- σίγουρα ευχαριστημένος, που τα έζησα. Κακές στιγμές δεν μπορώ να πω ότι έχω στο μυαλό μου πολλές. Ίσως κάποιος τραυματισμός ή κάποια απώλεια τίτλου».

 

-Καλύτερος παίκτης που έχεις συναντήσει στα γήπεδα είτε ως συμπαίκτη είτε ως προπονητή;

«Δεν μπορείς να πεις για κάποιον ότι είναι κορυφαίος. Συνάντησα πολλούς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιαίτερη προσωπικότητα. Μεγάλη μορφή και συμπαίκτης μου ήταν ο Γιώργος Ντράγκοβιτς, σπουδαίος επίσης ήταν ο Θανάσης Μουστακίδης. Ήταν παίκτες τεράστιας εμβέλειας. Ήταν παιδιά με αγωνιστική παρουσία δυνατή, αλλά και νικητές μέσα στο παιχνίδι. Σου περνούν μία άλλη νοοτροπία. Μπορώ να θυμηθώ τον Αντρέα Θεοδωρίδη, τον Μιχάλη Τριανταφυλλίδη.

Από τους πιο νέους, ένας από τους καλύτερους παίκτες που πέρασαν ήταν ο Θεόδωρος Μπάεφ, ο Βασίλης ο Κουρνέτας ήταν επίσης εξαιρετικός, ο Αντώνης ο Τσακιρόπουλος. Κι άλλοι είναι και ίσως τους αδικήσω με το να μην τους αναφέρω.

Πρέπει να τους δούμε και σε ξεχωριστές κατηγορίες. Ήταν άλλοι που ήταν πολύ καλοί σαν παίκτες και όχι τόσο καλοί σαν νοοτροπία. Άλλοι ήταν λιγότερο καλοί, αλλά είχαν μια νοοτροπία τρομερή, νοοτροπία νικητή, πειθαρχεία, και πνεύμα νικητή».

 

-Κάποιος που να έχεις πει: «αυτός δεν σταματιέται με τίποτα»...

«Αυτό το κατάλαβα, ζώντας από κοντά τον Ιβάν Μίλκοβιτς. Είχαμε παίξει στον Ολυμπιακό μαζί. Πραγματικά μεγάλη προσωπικότητα αθλητή. Βραζιλιάνοι και Ιταλοί που αντιμετώπισα με την Εθνική ομάδα, ήταν επίσης εξαιρετικοί».

 

-Χρύσανθε, εκτός από αθλητής, είσαι και εργαζόμενος στην Περιφερειακή Ενότητα Πρέβεζας. Πώς βιώνεις γενικά την τραγική κατάσταση με τις περικοπές και τις μειώσεις μισθών, από... μέσα;

«Η κατάσταση ήταν αναμενόμενη. Ιστορικά αν δει κανείς την κατάσταση, αυτό το πράγμα έχει μια συνέχεια. Αυτό θα συνεχίσει να γίνεται, εφόσον βρισκόμαστε σε ένα σύστημα, που προσπαθεί να βγάλει κέρδος, σε βάρος των ανθρώπων που είναι αδύναμοι. Βλέπουμε πως κανείς δεν πειράζει αυτούς που έχουν το κεφάλαιο και αυτοί που την πληρώνουν είναι οι εργαζόμενοι. Αυτή την κατάσταση την βιώνουμε και εδώ. Το καλό με εμένα είναι ότι έχω μάθει από μικρός να προσαρμόζομαι. Δεν με παίρνει από... κάτω, γιατί έχω μάθει στις δυσκολίες. Δεν χάνω την ελπίδα μου. Γι' αυτό προσπαθώ να αγωνίζομαι και πολιτικά για να το ανατρέψω. Είναι δεδομένο ότι αυτή η κρίση χρέους -χρέος βέβαια έχουν όλα τα κράτη- είναι ουσιαστικά κρίση του καπιταλισμού. Αυτό το σύστημα θέλει να στήσει στον... τοίχο το λαό, για να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Είναι η φύση του συστήματος τέτοια, ώστε να την...πληρώσουν αυτοί που δεν έχουν».

 

-Θα διοργανωθεί στην πόλη μας ένας τελικός κυπέλλου τις επόμενες ημέρες. Τι πιστεύεις πως θα σημαίνει για την πόλη μας αυτή η αναμέτρηση;

«Πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί. Να το εκμεταλλευτούμε, όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο γίνεται καλύτερα. Είναι σημαντικό για μια επαρχιακή πόλη να φιλοξενεί μια τέτοια αναμέτρηση. Νομίζω πως αποτελεί κίνητρο για τους γονείς και τα νέα παιδιά, να γνωρίσουν το βόλεϊ σε πολύ υψηλό επίπεδο, να γνωρίσουν τι θέαμα προσφέρει.

Θα ήταν καλό να έρθουν τα παιδιά στο γήπεδο, να ασχοληθούν με αυτό. Ελπίζω να πάνε οργανωτικά όλα καλά, γιατί παίζουν δύο ομάδες, οι μεγαλύτεροι σύλλογοι στην Ελλάδα, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός ή Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, γιατί κοντά σε αυτές τις ομάδες υπάρχουν στοιχεία, που δημιουργούν προβλήματα. Αυτά θα πρέπει να αποφευχθούν. Ο κόσμος που αγαπάει το βόλεϊ δεν έχει σχέση με αυτά.

Θα πρέπει να γίνει μια καλή οργάνωση, ώστε να γίνει ένας τελικός που θα χαρεί ο κόσμος. Ας κερδίσει ο καλύτερος και να είναι όλοι ικανοποιημένοι στο τέλος».