Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 19 Απριλίου 2012 02:32

«Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω»

Με την ταινία του Φλορίν Σέρμπαν «Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω» συνεχίζει τις προβολές της η Κινηματογραφική Λέσχη Πρέβεζας τη Δευτέρα 23 Απριλίου 2012 στη Θεοφάνειο Αίθουσα Τέχνης στις 9.00 μ.μ.

Αργυρή Άρκτος Φεστιβάλ Βερολίνου 2010

Παραγωγή:Ρουμανία

Διάρκεια:94'

Σκηνοθεσία: Φλορίν Σέρμπαν

Ερμηνεία: Γκεόργκε Πιστερεάνου, Αντα Κοντεέσκου, Μιχάι Κονσταντίν, Κλάρα Βόντα

Ο δρόμος, το καταφύγιο και για κινηματογραφικούς ήρωες της απελπισμένης φυγής, δεν έχει καμιά προοπτική για τον μικρό δραπέτη του Φλορίν Σέρμπαν. Ο τίτλος της ταινίας έχει μια αίσθηση διφορούμενου, αποτυπώνει μιαν επίφαση ανδρισμού και μια κλιμακούμενη εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο ήρωάς της. Εάν το σφυρίζω αντικατασταθεί από το φεύγω, θα υπογραμμιστεί με περισσότερη σαφήνεια η ψυχολογική ένταση ενός 18χρονου τρόφιμου σε φυλακές ανηλίκων, του Σίλβιου, που είναι διχασμένος ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα.

Η λογική, η οποία τού υπαγορεύει να καθίσει ήσυχος κατά τις τελευταίες πέντε ημέρες της τετραετούς ποινής του, φαινομενικά τον οδηγεί στην ελευθερία. Το συναίσθημα, που τον σπρώχνει να περάσει το συρματόπλεγμα και να διευθετήσει την πιο επείγουσα υπόθεση της ζωής του, τον φέρνει σε ένα αδιέξοδο. Ο Σίλβιου συσσωρεύει οργή για να εκραγεί στην κορύφωση μιας λιτής και ταυτοχρόνως στέρεης δραματουργικά ταινίας.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Σέρμπαν είχε ένα συμπαγές σενάριο, βασισμένο σε ένα θεατρικό κείμενο, και έναν εξαιρετικό πρωταγωνιστή μπροστά στον φακό του. Ο ερασιτέχνης Γκεόργκε Πιστερεάνου ανταποκρίθηκε με το παραπάνω στον δύσκολο ρόλο του, παίζοντας με την εσωτερική ένταση και με το βλέμμα. Η φόρμα της ταινίας είναι μια συνεχής διαδοχή γενικών πλάνων που περιγράφουν ένα θηρίο σε κλουβί, και κοντινών που δείχνουν πώς ένα αρνί μεταμορφώνεται σε θηρίο.

Ο ρεαλισμός του Σέρμπαν παρακάμπτει κλισέ και τερατώδεις καταστάσεις, που δεσπόζουν σε στυλιζαρισμένα δράματα φυλακής, για να περιγράψει πειστικά την καθημερινότητα στην αγροτική φυλακή ανηλίκων. Οι φύλακες είναι μάλλον βαριεστημένοι υπάλληλοι, ενώ ο διευθυντής ένας τυπικός γραφειοκράτης που αποφεύγει τις ακρότητες και τις βεντέτες με τους νεαρούς κρατούμενους. Ο ρεαλισμός δεν συνηγορεί υπέρ του είδους της ταινίας φυλακής, ανοίγει ένα παράθυρο προς το κοινωνικό δράμα.

Ο Σίλβιου είναι υπόδειγμα καλής διαγωγής, ένα ζωντανό παράδειγμα καλής λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος, ώς το παραπέντε της αποφυλάκισής του. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται η μητέρα του, μετά 8 χρόνια απουσίας στην Ιταλία, για να πάρει μαζί της τον μικρό αδελφό του. Οι τελευταίες πέντε μέρες του Σίλβιου στη φυλακή κυλούν σαν μια αντίστροφη μέτρηση για την είσοδό του σε μια κόλαση. Μοιραία η έκρηξή του. Η ελευθερία είναι μια ψευδαίσθηση, όπως και η ευτυχία σε συνθήκες μιας διαλυμένης ζωής.