Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2013 16:35

«Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλυ» σήμερα από την ΚΛΠ-Τα ονόματα των νικητών

Η Κινηματογραφική Λέσχη Πρέβεζας συνεχίζει τις προβολές της την Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου ώρα 21.00 στο Πολιτιστικό Κέντρο Πρέβεζας με την ταινία «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλυ».

Οι νικητές που κερδίζουν δύο μονές προσκλήσεις είναι οι Αγγελική Ε. και Ηρώ Κ. 

Τέλη δεκαετίας του 1970, εποχή ακόμη του ψυχρού πολέμου, στο περιβάλλον των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας: ο Κοντρόλ (Τζον Χαρτ), επικεφαλής της ομάδας Circus, έχει βάσιμες ενδείξεις ότι στον κύκλο τους υπάρχει χρόνια ένας «τυφλοπόντικας», ένας διπλός πράκτορας δηλαδή που υπηρετεί τους Σοβιετικούς -κάτι που στην υπηρεσία θεωρείται από τους άλλους μια παράλογη εμμονή του. Στέλνει, λοιπόν, ανεπίσημα τον Τζον Πριντό (Μαρκ Στρονγκ) στην Βουδαπέστη να μάθει το όνομα του προδότη από έναν Ανατολικό, έχοντας κωδικοποιήσει τα ονόματα του Circus (τους ύποπτους) σύμφωνα με ένα παιδικό τραγουδάκι: Tinker, Tailor, Soldier, Poorman, Beggarman. Το μόνο που ζητάει από τον Πριντό είναι ένα όνομα. Η επιχείρηση αποτυγχάνει, ο Πριντό πυροβολείται και χάνονται τα ίχνη του. Ο άμεσος αντίκτυπος του φιάσκου είναι η εξαναγκασμένη παραίτηση του Κοντρόλ όπως και του υπαρχηγού του, Τζορτζ Σμάιλι (Γκάρι Όλντμαν). Ο Κοντρόλ παρακάτω πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο, ενώ κυβερνητικά στελέχη καλούν κρυφά τον συνταξιοδοτημένο Σμάιλι να ερευνήσει την υπόθεση εκτός πρωτοκόλλου. 


Το νέο φιλμ του, σπουδαίου όπως σταδιακά αποδεικνύεται, Σουηδού σκηνοθέτη Τόμας Άλφρεντσον (Άσε το Κακό να Μπει) είναι τόσο ενδιαφέρον που αξίζει κανείς να το απολαύσει. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να ξεπεραστεί ένα πρόβλημα που ξεκινάει από τη ίδια τη φύση της ιστορίας που βασίζεται σε ένα από τα πιο διάσημα βιβλία του Τζον λε Καρέ. Είναι τόσο φορτωμένη με πολλά πρόσωπα και πληροφορίες καθώς και με φλας-μπακ, που στην προσπάθεια παρακολούθησης της πλοκής, χάνεις την μαστοριά τη σκηνοθεσίας. Θα συνιστούσα, λοιπόν, στον υποψήφιο θεατή, αν δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, να κάνει μια προετοιμασία, ρίχνοντας μια ματιά π.χ. στην Wikipedia και σε δυο «οδηγίες» που παραθέτω αμέσως: ο βασικός ήρωας είναι ο Τζορτζ Σμάιλι, όπως άλλωστε σε αρκετά βιβλία του λε Καρέ. Όλες οι σκηνές στις οποίες εμφανίζεται ο Κοντρόλ, όπως και ο Πριντό στην Βουδαπέστη αλλά και το πρωτοχρονιάτικο πάρτι με όλους τους υπαλλήλους της υπηρεσίας, είναι φλας-μπακ. 

Σε αντίθεση με τον Ιαν Φλέμινγκ, ο λε Καρέ, έχοντας διατελέσει κι ο ίδιος υπάλληλος στις MI5 και MI6, δεν ενδιαφέρεται για την κατασκοπική δράση ως κυνηγητά με σασπένς και τεχνολογία, αλλά για το δραματικό περιεχόμενο της κοινωνίας των κατασκόπων. Κι είναι όντως μια ιδιαίτερη κοινωνία που θυμίζει παλιές θρησκευτικές σέκτες. Κάποιος ξεκινάει αρχικά να υπηρετήσει μια πατρίδα και μια ιδεολογία αλλά στην πορεία εμπλέκεται σε μια αντίληψη της πραγματικότητας όπου όλα είναι πολλαπλώς φαινομενικά και η καθεκάστη «αλήθεια» δεν είναι παρά μια σχετική ερμηνεία. Η κάθε πληροφορία μπορεί να είναι δόλωμα και ο κάθε συνεργάτης ή αντίπαλος, ένας ηθοποιός, ένας μπλοφαδόρος. Εντέλει και η κάθε «υπόθεση», «επιχείρηση» συχνά είναι και αυτή ένα παιχνίδι που γεννιέται από τους ίδιους τους «κανόνες του όλου παιχνιδιού». Πάμπολλες υποθέσεις στην ιστορία είχαν να κάνουν περισσότερο με τα «ποιος ξέρει, ποιος ξέρει ότι ξέρω, ποιος ξέρει ότι ξέρω ότι ξέρει» παρά το αν έγινε μια νέα ανακάλυψη από τους αντιπάλους ή κάποιες πολεμικές ασκήσεις. Μια διαρκής διαταραχή ενός «ηλεκτρομαγνητικού» ψυχολογικού πεδίου. 

Μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα, ένας πράκτορας μπορεί να χάσει το έρμα του και να παρασυρθεί από ψυχολογικές παραμέτρους εκτός του αρχικού στόχου. Οι ομοιότητες μεταξύ των αντιπάλων κατασκόπων (σαν μια ενιαία κοινωνία ναρκομανών της ψυχολογικής έρευνας) μπορούν να γίνουν ισχυρότερες από τις αντιθέσει τους. Υπάρχει μια ιδιοφυής σκηνή (εκτός του βιβλίου, ιδέα των σεναριογράφων Μπρίτζετ Ο`Κόνορ και Πίτερ Στρόουν) στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι όπου ένας Αϊ Βασίλης με μάσκα Λένιν δίνει το σύνθημα και όλοι οι Βρετανοί υπάλληλοι, όρθιοι, αρχίζουν να τραγουδούν τον σοβιετικό εθνικό ύμνο. Με θέρμη, με ζέση. Πίσω από το υποτιθέμενο χιούμορ, υπάρχει το δραματικό στοιχείο της μυθολογίας του αντίπαλου δέους που αξιώνει ανακλαστικά και το βρετανικό μεγαλείο. Συγκινείσαι με τον αντίπαλο γιατί μοιράζεσαι μαζί του μια μεγαλοσύνη. 

Ο Άλφρεντσον, με υποβλητική μουσική υπόκρουση του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας (συνεργάτη του Αλμοδόβαρ), επιλέγει ευρείς και πολυδαίδαλους εσωτερικούς χώρους σε μουντά χρώματα, κινεί την κάμερά του μεθοδικά ανάμεσα σε τομείς και επίπεδα που αντιστοιχούν στα αφηρημένα εσωτερικά πεδία της σκέψης, με την σοφία του σιωπηλού κυνηγού όπως είναι ο κεντρικός ήρωας, ενώ κάθε λίγο εστιάζει και στέκεται σε λεπτομέρειες που χρωματίζουν την ψυχολογική κατάσταση της στιγμής ή υποδεικνύουν στοιχεία της πλοκής με λαθραίο τρόπο ακριβώς όπως οφείλουν να τα διαβάσουν και οι ήρωες –ενώ ταυτόχρονα δεν παραλείπει να ενσταλάζει δόσεις ανεπαίσθητου χιούμορ που ενισχύουν το δραματικό βάρος. Π.χ., καθώς ένας βοηθός του Σμάιλι φεύγει από τα γραφεία ενώ έχει κλέψει κάποια αρχεία, ακούει έναν συνάδελφο να ψιθυρίζει ένα τραγουδάκι που λίγο πριν έλεγαν κάποιοι που κανονικά δεν τους είχε ακούσει εκτός εάν… 

Γενικότερα, είναι ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό αφήγημα μεγάλης πνοής, αντάξιο του βιβλίου, που καταφέρνει να αποδώσει το δράμα μιας ολόκληρης φαντασιακής θέσμισης των πραγμάτων (ήθη κι έθιμα), που αναπτύσσεται παρασιτικά πάνω στην φυσική αντιπαλότητα των εθνών και σπρώχνει τους χαρακτήρες άλλοτε σε κυνικές κι άλλοτε σε ρομαντικές διαφυγές. Ο προδότης στο τέλος θα πει μεταξύ άλλων ότι «ήταν και θέμα αισθητικής. Ο δυτικός κόσμος ασχήμυνε, δεν νομίζεις;». Αυτή η αναγωγή από το προφανές του ψυχρού πολέμου άμεσων συμφερόντων έως το άκρως λεπτοφυές μιας εσωτερικής πορείας της ψυχής, διατρέχει το έργο που μας παρέδωσε ο Άλφρεντσον. Όλοι οι πολλοί και πρωτοκλασάτοι ηθοποιοί (Κόλιν Φερθ, Κίραν Χάιντς, Τόμπι Τζόουνς, ο ανερχόμενος «Σέρλοκ» Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ο Τομ Χάρντι, κ.α.) δίνουν το άριστο απαιτούμενο και ειδικά ο υποψήφιος για Όσκαρ Γκάρι Όλντμαν αξίζει διάκρισης.