Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου 2014 12:05

Έχασα κι εγώ έναν δικό μου άνθρωπο (του Χρήστου Κοτσίνη)

Γράφει ο Χρήστος Κοτσίνης

 

Άνοιξα τον υπολογιστή μου και μπήκα να δω τα νέα. Έπεσα στα τοπικά, σε ένα ρεπορτάζ για την ανέγερση μνημείου πεσόντων του άμαχου πληθυσμού της πόλης μας, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου.

Διάβασα: «Όποιος, δεν έχασε δικό του άνθρωπο, δεν μπορεί να μας καταλάβει...»

Σκέφτηκα, όντως εγώ δεν καταλαβαίνω.

Και μετά είπα: Γιατί; 'Εχω χάσει δικούς μου ανθρώπους, αλλά όχι στον πόλεμο, όχι στην κατοχή.

Ναι, δεν έχασα κανέναν από ασιτία, από ατροφία, απο χειροβομβίδα, από νάρκη, από όλμο, από εκτελέσεις, από τους βομβαρδισμούς.

Αν και παραλίγο να είχα χάσει τότε τον μπάρμπα μου τον Φάνια -από αδέσποτη; - πολύ κοντά στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου.

Ή μπορεί να μην υπήρχα καν, μια και στα υπόγεια του Γυμνασίου, καταφύγια κατα τους βομβαρδισμούς – ο πατέρας μου, βρέφος μηνών χάθηκε στον κουρνιαχτό – τους έπεσε από τα χέρια; - αλλά ευτυχώς τον βρήκαν, όταν κατέκατσε η σκόνη, και ήταν ζωντανός.

Και μετά σκέφτηκα, ναι καταλαβαίνω, μπορεί να ήμουν τυχερός, και τότε να μην έχασα κανέναν αλλά έχω χάσει δικούς μου ανθρώπους σε άλλους πολέμους. Έχασα τον πρώτο γιο του παππού μου, του οποίου φέρω το όνομα, 6 χρονών το 1934 στον πόλεμο των ασθενιών απο πολιομυελίτιδα και έναν πρωτοξάδερφο, πολύ μετέπειτα, στον πόλεμο της ασφάλτου.

Και είπα στον εαυτό μου, τους καταλαβαίνεις και έχουν δίκαιο.

Και σκέφτηκα, τόσα όνοματα όμως; Υπάρχει λόγος;

Και μετά είπα: Ναι! Όλα τα όνοματα!

Και μέτρησα τον αριθμό τους και τους βρήκα ογδόντα τρεις.

Και μετά σκέφτηκα, μα είναι λίγοι. Τέσσερα χρόνια κατοχής μόνο ογδόντα τρεις;

Και οι υπόλοιποι; Αυτοί της Μετακατοχής;

Αυτοί που χάθηκαν ως το '49, στον δικό μας διευρυμμένο χρονικά Δεύτερο Παγκόσμιο;

Και μετά σκέφτηκα πως το μνημείο είναι για τους άμαχους Πρεβεζάνους, και αυτοί δεν ήταν άμαχοι, είχαν πάρει μια κάποια θέση.

Και είπα στον εαυτό μου: Κατάλαβε, το μνημείο είναι μόνο για αυτούς που χαθήκανε ως συνέπεια της κατοχής.

Και μετά σκέφτηκα πάλι, μα μόνο ογδόντα τρεις;

Και θυμήθηκα την ιστορία που μου έλεγε ο μπάρμπας μου ο Γιώργος:

Για τον πατέρα μου που γεννήθηκε το 1940, τον Ιούλη. Ουτε χρόνο μετά τον προηγούμενο αδερφό του τον Σωκράτη. Τότε με το που κίνησε ο πόλεμος η βάβω μου η Κοτσίναινα είχε δυο βυζανιάρικα και εξόν από την ψυχοκόρη της - τη θειά μου τη Χρύσω που την είχε φέρει ο παππούς μου ορφανή από τη Μουσσιωτίτσα - δεν είχε άλλη βοήθεια παρά μια γειτόνισσα, την εβραία που ΄χε κι αυτή πολλά παιδιά και καταλάβαινε.

Αυτή έπαιρνε, λέει, τον πατέρα μου σπίτι της κάποια βράδια.

Και μετά συνέχισα να θυμάμαι σαν όνειρο τις παλιές τις ιστορίες, που χωρίς αυτές ανυπόστατοι θα 'μασταν.

Πως τότε γέννησε κι η εβραία - ξανά - και δεν άντεχε κι αυτή γιατί είχε πολλά παιδιά και δεν είχε καμιά βοήθεια. Κι η βάβω μου δεν μπορούσε παρά να την καταλάβει. Είχε, βλέπετε, κι αυτή πολλά παιδιά. Και βραδιές βραδιές έπαιρνε αυτή το εβραιόπουλο στο σπίτι μας. Στο πατρικό επί της Αρκαδίου, πίσω απο το ξυλουργείο μας. Και δεν ξέρω, η ιστορία δεν το 'λεγε, αλλά εγώ το 'νιωθα όταν την άκουγα, πως μπορεί και να το βύζαινε η βάβω μου καμιά φορά το εβραιόπουλο.

Κι ο Μπάρμπας μου κατέληγε: "Εκείνο το βράδυ του Μάρτη του '43, που ήρθανε οι Γερμανοι και τους μαζέψανε, αυτό το παιδί δεν έτυχε να είναι σπίτι μας, ήταν σπίτι του.

Και έτσι χάθηκε!

Εαν ήταν στο σπίτι μας συνέχιζε, θα τον είχες τώρα θείο."

Έτσι τελείωνε πάντα αυτή την ιστορία ο μπάρμπας μου.

Κι εγώ σκεφτόμουνα: Πως θα είχα άλλον έναν μπάρμπα και θα 'ταν, μάλλον, κι αυτός μαραγκός.

Και θα τον λέγανε, λέει, ίσως Αβραάμ, Ιωσήφ, Σολομών, Δαβίδ, Ματίας, Ισαάκ, Μωυσή, Σαμουήλ, Ιακώβ, Ελιέζερ, Σαμπετάι, Μπαρώχ, Ααρόν, Χαήμ, Λέον, Μιχαήλ.

Και τα σκεφτόμουν τότε όλα αυτά τα όνοματα, όλα τα πιθανά όνοματα που θα είχε αυτός, ο θείος μου ο εβραίος.

Και μετά ξαναγύρισα στο παρόν, στην οθόνη του υπολογιστή. Το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν ο πατέρας μου, έπινε καφέ με τη θεια μου τη Βαγγελιώ. Και τη ρώτησα...

"Εσθήρ, μου είπε, τη λέγανε την εβραία και έμενε απο κάτω, στου Παλάτζα κοντά, αλλά το παιδί της δεν ήταν αγοράκι, ήταν κοριτσάκι, Χαρίκα την ελέγανε, και το θυμάμαι, συνέχισε, που κοιμόταν στο σπίτι μας, αλλά εκείνο το βράδυ, του Μάρτη του '43, ήταν στο σπίτι της... κι έτσι την πήρανε κι αυτή, γιατί αλλιώς θα ‘χες κι άλλη θεία."

Ναι, τώρα πια καταλαβαίνω απόλυτα!

Έχασα κι εγώ έναν δικό μου άνθρωπο στην κατοχή, έναν Εβραίο μπάρμπα μου, ή ίσως να ήταν μια Εβραία θεία μου και να την λέγανε Χαρίκα Κοτσίνη...

Και μετά σκέφτηκα, ένα λάμδα και ένα έψιλον γιώτα λείπει.

Κι έψαξα και βρήκα τα ονόματά τους.

Και μετά είπα. Ναι! Όλα τα όνοματα!

Και μέτρησα τον αριθμό τους και τους βρήκα εκατόν τριάντα έναν, άλλους εκατόν τριάντα έναν άμαχους πρεβεζάνους.

Απελάθηκαν και εξοντώθηκαν όλοι.