Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 17 Απριλίου 2015 22:31

Το παράδειγμα της ΔΩΔΩΝΗΣ και η πραγματική διέξοδος για εργαζόμενους και παραγωγούς (του Σωτήρη Ζώτου)

Γράφει ο Σωτήρης ΖΩΤΟΣ
Μέλος της Επιτροπής Περιοχής Ηπείρου - Κέρκυρας - Λευκάδας του ΚΚΕ

Την τιμητική της είχε η γαλακτοβιομηχανία ΔΩΔΩΝΗ σε μια από τις κυριακάτικες εφημερίδες, που φιλοξένησε συνέντευξη με τον αντιπρόεδρο της εταιρείας. Στο δημοσίευμα, η περίπτωση της ΔΩΔΩΝΗΣ προβλήθηκε ως μια «ορθή επιχειρηματική επένδυση», ένα παράδειγμα «πετυχημένης ιδιωτικοποίησης», που ολοκληρώθηκε παρά τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τις αντιδράσεις, προσφέροντας «οφέλη και κέρδη» στον επιχειρηματικό όμιλο, ο οποίος σημειώνει αύξηση σε πωλήσεις και εξαγωγές, μέσα σε «κλίμα εργασιακής ειρήνης».

dodoni1

Η ΔΩΔΩΝΗ λανσάρεται ως η απάντηση στη «δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας», ως μια «υγιής επιχείρηση» που ασκεί τάχα «κοινωνική πολιτική» υπέρ των παραγωγών και των εργαζομένων, με τη στήριξη μάλιστα των τελευταίων. Αυτό που κρύβεται, βέβαια, είναι η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν - ακόμη πιο έντονα μετά από την ιδιωτικοποίηση - εργαζόμενοι και μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι, εξισώνοντας τα διαμετρικά αντίθετα ταξικά συμφέροντα που αντικειμενικά υπάρχουν στην καπιταλιστική οικονομία.

Η γαλακτοβιομηχανία ΔΩΔΩΝΗ είναι μια μεταποιητική βιομηχανική μονάδα, στην οποία παραδίδουν το γάλα χιλιάδες παραγωγοί απ' όλη την Ηπειρο και δουλεύουν εκατοντάδες εργαζόμενοι. Κατέχει σημαντικό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά φέτας, με εξαγωγική δραστηριότητα σε αρκετές χώρες. Εχει τεχνογνωσία, έμπειρο εξειδικευμένο προσωπικό, σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις και εξοπλισμό. Ηταν δηλαδή «μαγαζί γωνία», «φιλέτο» για τον κάθε επιχειρηματία που ήθελε να επενδύσει, αφού τηρούσε όλες τις προϋποθέσεις για κερδοφορία (φτηνή εργατική δύναμη και πρώτη ύλη, τεχνογνωσία, κτιριακές εγκαταστάσεις και σύγχρονο εξοπλισμό, μεγάλο δίκτυο αγοράς).

Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, επιταχύνθηκε και ολοκληρώθηκε η ιδιωτικοποίηση, προκειμένου να βρουν διέξοδο τα λιμνάζοντα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια. Η πολιτική άλλωστε της ΕΕ, πολιτική απελευθέρωσης των αγορών και ιδιωτικοποιήσεων από τις αρχές του 1990, αυτόν το στρατηγικό στόχο εξυπηρετούσε.

 

Ενα έργο με πολλές πράξεις...

 

Η ΔΩΔΩΝΗ δεν είναι ένα μονόπρακτο έργο που ολοκληρώθηκε μέσα σε μια νύχτα. Από τη δεκαετία του 1990 εμφανίζονται οι πρώτες απόπειρες να περάσει στα χέρια μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Οι ποσοστώσεις και η αύξηση των εισαγωγών στα γαλακτοκομικά προϊόντα, ως αποτέλεσμα της ΚΑΠ, το αλισβερίσι των ενώσεων - μετόχων της ΔΩΔΩΝΗΣ με το καπιταλιστικό κράτος και τις κυβερνήσεις του, προκειμένου να ξεπληρώσουν τα χρέη, που οδήγησαν στη γιγάντωση του ποσοστού της ΑΤΕ στη γαλακτοβιομηχανία (67,7%) και τελικά η μετατροπή των Ενώσεων σε Ανώνυμες Εταιρείες, με νόμο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 2011, επίσπευσαν την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης.

Βέβαια, η καπιταλιστική «κρατικοσυνεταιριστική» ΔΩΔΩΝΗ εφάρμοσε αντιλαϊκά μέτρα που διατηρήθηκαν και επεκτάθηκαν με την πώληση στο νέο ιδιοκτήτη. Συγκεκριμένα, «πάγωσε» τις τιμές παραγωγού, προχώρησε ακόμη και σε μειώσεις τιμών παραγωγού στο αγελαδινό γάλα κατά 6 λεπτά του ευρώ, διατηρούσε την εργασιακή και πολιτική ομηρία των εργαζομένων όπου το 80% περίπου ήταν συμβασιούχοι, προχώρησε σε απολύσεις.

Αυτή την απατηλή «διέξοδο», την επιστροφή δηλαδή στην καπιταλιστική «κρατικοσυνεταιριστική» ΔΩΔΩΝΗ, συστήνουν σαν «εναλλακτική» σε εργαζόμενους και παραγωγούς οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Καλλιεργούν αυταπάτες ότι μ' ένα τέτοιο «μοντέλο», σε συνθήκες μονοπωλιακού ανταγωνισμού και διεθνοποιημένης ελεύθερης αγοράς, η ΔΩΔΩΝΗ μπορεί τάχα να λειτουργήσει προς όφελος των εργαζόμενων και του λαού.

Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα ως κυβέρνηση συνεχίζει στον ίδιο δρόμο των ιδιωτικοποιήσεων, αλλάζοντας το όνομά τους σε «κοινοπραξίες συμβάσεων παραχώρησης», βάζει ζήτημα να ανοίξει ο φάκελος του διαγωνισμού για την αγορά της ΔΩΔΩΝΗΣ, επειδή διαφωνεί - όπως λέει - με το χαμηλό τίμημα. Κατά τα άλλα, όλα «μέλι - γάλα».

Κερδισμένοι και χαμένοι

Η εταιρεία ρωσικών συμφερόντων που επικράτησε στο διαγωνισμό για την αγορά της ΔΩΔΩΝΗΣ αξιοποίησε την κρίση και βάθυνε περισσότερο την εκμετάλλευση των εργαζομένων και των παραγωγών. Χρησιμοποίησε γι' αυτό το θεσμοθετημένο αντεργατικό οπλοστάσιο, που επεκτάθηκε με τα μνημόνια (σπάσιμο της ενιαίας τιμής παραγωγού και μείωση των τιμών για το μικρό και μεσαίο παραγωγό, απλήρωτο γάλα 2 μηνών, κόψιμο του «πριμ εκκαθάρισης», επέκταση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου με 2μηνες και 3μηνες συμβάσεις, μειώσεις των μισθών έως και 10% στο μόνιμο προσωπικό, απολύσεις).

Μετά απ' όλα αυτά, πριμοδοτήθηκε από πάνω με αδιάθετο εμπόρευμα αξίας 45 εκ. ευρώ, κάνοντας έτσι πιο γρήγορα την απόσβεση των 21 εκ. ευρώ που διέθεσε για να αγοράσει τη γαλακτοβιομηχανία.

Σήμερα, για να προστατέψει τα συμφέροντα και τα κέρδη του, ο επιχειρηματικός όμιλος καταφεύγει στην τρομοκρατία και τον εκφοβισμό, με στήριγμα και το εργοδοτικό σωματείο (ΔΑΚΕ - ΠΑΣΚΕ) που αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τις εργοδοτικές αξιώσεις, δεν οργανώνει την πάλη των εργαζομένων και έχει πρωτοστατήσει ουκ ολίγες φορές στην απεργοσπασία. Η εργοδοσία απαγορεύει επί της ουσίας τη συνδικαλιστική παρέμβαση μέσα στο εργοστάσιο, ενώ παλιότερα απαιτούσε να μη συνδικαλίζονται οι παραγωγοί που διαμαρτύρονταν για το απλήρωτο γάλα. Ετσι διασφαλίζει την «εργασιακή ειρήνη», για την οποία επιχαίρει το δημοσίευμα της περασμένης Κυριακής...

Αυτή είναι η... «κοινωνική πολιτική» υπέρ των εργαζομένων, των φτωχών αγροτοκτηνοτρόφων και του λαού, όσο τα κλειδιά της οικονομίας τα κρατούν τα μονοπώλια. Οσο η παραγωγή σχεδιάζεται και οργανώνεται με κριτήριο το κέρδος του κεφαλαίου και όχι τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ΔΩΔΩΝΗΣ, οι εξαγωγές και η άνοδος των πωλήσεων δε συνοδεύονται - και πώς θα μπορούσαν άλλωστε - από επαναφορά των απωλειών που είχαν τα προηγούμενα χρόνια στα εισοδήματά τους εργαζόμενοι και παραγωγοί, πόσο μάλλον από επανάκτηση των δικαιωμάτων τους.

Ο επιχειρηματικός όμιλος δικαίως επιχαίρει, αφού φαίνεται πως ανοίγονται χρυσοφόροι ορίζοντες, ότι η επένδυση στη ΔΩΔΩΝΗ «πιάνει τόπο» και δείχνει ότι μπορεί να αποφέρει μεγάλα κέρδη, επιβεβαιώνοντας τις τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες της μονάδας, που όμως υποτάσσονται στην κερδοφορία του ιδιώτη - επενδυτή.

Στην αντίπερα όχθη, αναδεικνύονται και μέσα από το παράδειγμα της ΔΩΔΩΝΗΣ οι συνέπειες που έχει για εργαζόμενους και παραγωγούς η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις, που κλείνουν και ανοίγουν, επενδύουν και χρηματοδοτούνται από το αστικό κράτος καταπώς βολεύει την κερδοφορία τους.

Η πραγματική διέξοδος

Οι εργαζόμενοι στις μεταποιητικές βιομηχανικές μονάδες, μαζί με τη φτωχή αγροτιά, δεν πρέπει να «τσιμπήσουν» στα κελεύσματα για ταξική συνεργασία, να θεωρήσουν τις επενδύσεις ως το «μάννα εξ ουρανού» που θα τους βγάλει από τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν, ως απάντηση στην κρίση που θα δώσει ώθηση στην οικονομία και θα επαναφέρει τάχα δικαιώματα και κατακτήσεις.

Και στην περίπτωση της ΔΩΔΩΝΗΣ αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να συμφιλιωθούν τα αντίθετα ταξικά συμφέροντα κεφαλαίου και εργασίας. Δεν υπάρχουν καπιταλιστές επενδυτές που είναι «πατριώτες», που σκέφτονται τάχα τον τόπο τους. Η μόνη τους έγνοια και αγωνία είναι για το πώς θα ορθοποδήσουν τα κέρδη τους, για το πώς θα κάνουν μπίζνες με τις λαϊκές ανάγκες, όπως είναι η διατροφή.

Οι εργαζόμενοι έχουν συμφέρον να παλέψουν μαζί με τους αγροτοκτηνοτρόφους για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης, που υπηρετεί το λαό και όχι τα μονοπώλια. Να βάλουν εμπόδια στα παλιά και νέα μέτρα, των προηγούμενων και της σημερινής συγκυβέρνησης. Να διεκδικήσουν αποκατάσταση όλων των απωλειών και δικαιωμάτων που χάθηκαν στην κρίση, κατάργηση όλων των αντεργατικών αντιλαϊκών νόμων. Μισθούς και δικαιώματα, αγροτικό εισόδημα και συντάξεις που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες.

Να αντισταθούν μαζί στο βίαιο ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων. Να αγωνιστούν για μια άλλη αγροτική ανάπτυξη, στο πλαίσιο του κεντρικού σχεδιασμού, που θα στηρίζεται στην κοινωνικοποίηση της γης και των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, στον παραγωγικό συνεταιρισμό και στις κρατικές αγροτικές μονάδες, διασφαλίζοντας σύγχρονους μισθούς και δικαιώματα για τους εργαζόμενους, σταθερή δουλειά και εισόδημα για τους μικρομεσαίους παραγωγούς, επαρκή φθηνά και υγιεινά προϊόντα για το λαό.