Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου 2018 09:48

Χαρτογραφώντας την ποίηση του 21ου αιώνα - Οψεις, διαθέσεις, ροπές – Τιμητική αναφορά στο Θωμά Ιωάννου και το έργο του

*Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών

Συντάκτης: 

Μισέλ Φάις

Ξαναπιάνοντας το νήμα της ομόλογης πεζογραφικής αποτύπωσης («Χαρτογραφώντας την πεζογραφία του 21ου αιώνα», 26-28 Οκτωβρίου) ο ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός Πέτρος Γκολίτσης (σταθερός συνεργάτης του «Ανοιχτού Βιβλίου» στην ποιητική παραγωγή) από κοινού με τον καθηγητή στη Νεοελληνική Εδρα Κ.Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν Βασίλη Λαμπρόπουλο, τον ποιητή, δοκιμιογράφο και κριτικό Κώστα Παπαγεωργίου και τον καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευριπίδη Γαραντούδη, επιχειρούν μια πρώτη χαρτογράφηση του λογοτεχνικού τοπίου πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών την τελευταία οκταετία.

Η ποιητική τους ύλη λογοδοτεί, εν πολλοίς, στην ημεδαπή ποιητική παράδοση ή σε ξένα ισχυρά παραδείγματα; Η ποιητική τους, σε αδρές γραμμές, διαμορφώνεται από τον κοινωνικό βρασμό του καιρού τους ή τον αντίλαλό του σε άλλες εποχές, εντός κι εκτός συνόρων; Η βίαιη αναπροσαρμογή του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου σε ποιο βαθμό καθορίζει το βλέμμα τους; Ποιες μορφές παίρνουν στα ποιήματά τους ο λυρισμός, η σάτιρα, η παρτιτούρα του λόγου, η ατομική ή συλλογική εξομολόγηση; Να κάποια ενδεικτικά ερωτήματα, υπό το φως των οποίων ενδεχομένως συγκροτήθηκαν οι τέσσερις κριτικές προσεγγίσεις.

Καταγραφές, σχολιασμοί, ψηλαφίσεις ενός ρευστού και ασχημάτιστου ακόμη τοπίου που, εκ των πραγμάτων, δεν προσβλέπουν ούτε στη συγκρότηση κάποιου λογοτεχνικού κανόνα, ούτε στην ομαδοποίηση νέων και νεότατων ποιητικών φωνών με γνωρίσματα γενιάς, ούτε καν σε προβλέψεις για τη συνέχεια ή το μέλλον των ποιητικών γραφών που διακρίνουν.

 

Η πολιτική της φόρμας, του φύλου, της φυγής και της φλόγας

Του Β. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ*

 

Η σύντομη αυτή επισκόπηση συμμορφώνεται με τα όρια του αφιερώματος: περιλαμβάνει μόνο έργα συγγραφέων οι οποίοι εξέδωσαν τα πρώτα τους ένα ή δύο ποιητικά βιβλία από το 2011 και μετά. Εστιάζεται σε έργα παρά σε συγγραφείς. Ο κατάλογος περιέχει σε κάποια λογική οργάνωση μερικά από το πιο ενδιαφέροντα βιβλία της περιόδου, που δεν είναι αναγκαστικά και τα «καλύτερα». Τα σύντομα σχόλια είναι όλα απολύτως εγκωμιαστικά.

Ο Θωμάς Τσαλαπάτης στην πατροκτονία Το ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ (Εκάτη, 2011) δραματοποιεί την αδυναμία της γενιάς της Μεταπολίτευσης να νοηματοδοτήσει τη θέση της στην ιστορία και τη γλώσσα. Ο Γιάννης Δούκας συνθέτει Στα μέσα σύνορα (Πόλις, 2011) με μεσοπολεμική μετρική μια ελεγεία της διαψευσμένης επανάστασης των Γέρων της Μεταπολιτευτικής Σιδώνος και του Διγενή των Δεκεμβριανών Εξαρχείων. Ο Χρήστος Μαρτίνης με Το ξένο φως (Υποκείμενο, 2017) προειδοποιεί πως τα μάτια της παράδοσης που συγκινούνται με Σεφέρη «ανοίγουν από τρόμο» για τη σφαίρα Καρυωτάκη. Ο Θωμάς Ιωάννου στην Ιπποκράτους 15 (Σαιξπηρικόν, 2011) ρωτά από την Πρέβεζα τον Βύρωνα Λεοντάρη τι θα πει το άπιστο όνομά του και πώς μπορεί να φανεί αντάξιός του στην «άρση λαθών». Ο Δημήτρης Πέτρου στα Χωματουργικά (Μικρή Αρκτος, 2016) ρωτά από τη Δράμα τον Μάρκο Μέσκο «κι αφού έτσι ήταν ορισμένο να συμβεί/ [...] προς τι η αναπαράσταση, το τελετουργικό;».

Ο Πάνος Ιωαννίδης στη Λοκομοτίβα (Το Δόντι, 2017) της ιστορίας ρωτά από τη Βουδαπέστη τον Στρατή Τσίρκα «τι πήγε στραβά» και η γενιά του μπερδεύει «το σημαίνον με το σημαινόμενο». Ο Αλέκος Λούντζης στην καντάτα Προπαγάνδα (Γαβριηλίδης, 2015) ασχολείται με τους μηχανισμούς που επηρεάζουν την τύχη των πραγμάτων, «ιδίως των ξεχασμένων, όσων κανείς δεν μπήκε στον κόπο…». Ο Στάθης Ιντζές στο ιστορικό ορατόριο Gadium (Θράκα, 2017) εξηγεί πως για κάθε φασιστικό καθεστώς φταίνε όσοι πειθαρχούν χωρίς να σκέφτονται την επανάσταση. Ο Αρτέμης Μαυρομμάτης στο Εν πλω (Θράκα, 2016) προσπαθεί να βρει προορισμό και να γίνει το καράβι που περιμένει ώστε να φύγει από τη «Νήσο των “Ασπόνδυλων”». Ο Χαρίλαος Νικολαΐδης παρουσιάζει με υπονομευτική διακειμενικότητα την Αλεπού στον αυτοκινητόδρομο (Μελάνι, 2015) να κοιτάζει πέρα από το φράχτη για να χαράξει τη δική της άναρχη πορεία.

Η Κατερίνα Ζησάκη λέει στους φίλους της Ιστορίες απ᾽ το Ονειροσφαγείο (Μανδραγόρας, 2014) για απεργίες τώρα που «διανύουμε εποχή/ που αυτοκτονούν οι επαναστάτες». Ο Δημήτρης Γκιούλος και ο Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας στο Αντάρτικο2 (Κουρσάλ, 2016) συνομιλούν για απώλειες, πτώσεις, ήττες και την επόμενη δεκεμβριανή εξέγερση. Ο Παναγιώτης Χαχής στο Anus mundi (Πανοπτικόν, 2014) καλλιεργεί «το αντάρτικο της πόλης ως μια εκ των καλών τεχνών», πιστεύοντας πως «Αντάρτες ήταν πάντα/ οι Ηττημένοι που συνεχίζουν». Ο Θάνος Γώγος στη Γλασκώβη (Θράκα, 2014) αναζητά το Α της πολιτικής και ποιητικής επανάστασης, διατρέχοντας τα οδοφράγματα της προσωπικής και συντροφικής ελευθερίας. Ο «τραμπούκος ποιητής» Γιάζρα στο Γκρόζνι (Υποκείμενο, 2016) φτύνει την ελληνική ποίηση, θάλασσα, ειρήνη και δημοκρατία, ανατρέποντας τις λογοτεχνικές συμβάσεις που τις νομιμοποιούν.

Ο Στέργιος Μήτας στην Εμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων (Μικρή Αρκτος, 2013) υποβάλλει τη μαρξιστική διαλεκτική σε μετρική επεξεργασία διασκελισμών και ομοιοκαταληξιών. Η Εύα Σπαθάρα ανάμεσα στους Ντάλιτ (Θράκα, 2017), αφού διαβάσει θεωρία από Αριστοτέλη ώς Καντ και Φουκό, θυμώνει με τον Μαρξ και βγαίνει με τον Κροπότκιν. Ο Πέτρος Σκυθιώτης στη Συνθήκη ισορροπίας (Θράκα, 2014) διερευνά μια ποιητική της αβεβαιότητας, της αναρρίχησης και της απορίας του Γιώργου «πες ότι έγινε, μετά τι». Ο Ενο Αγκόλλι στο Ποιητικό αίτιο (Εντευκτήριο, 2015) συνθέτει «αστικά ορατόρια» για να στοχαστεί φιλοσοφικά και λογοτεχνικά την ταλάντευση της απώλειας ανάμεσα σε πένθος και μελαγχολία. Η Μαίρη Κλιγκάτση στο Πλευρικά (Γαβριηλίδης, 2015) επεξεργάζεται μια θεολογία της πτώσης σε γλώσσα, φύλλο και πράγμα, και της εξαγοράς του αμαρτήματος από την ποίηση. Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη στη Μυθογονία (Μανδραγόρας, 2015) παρουσιάζει σε έναν κύκλο μονοδραμάτων αρχαίες γυναικείες μορφές σαν ηρωίδες του Ρίχαρντ Στράους. Η Βάγια Κάλφα κάνει τα Απλά πράγματα (Γαβριηλίδης, 2012) προβληματικά, βάζοντας την ποιητική φωνή να αντηχεί στους μελαγχολικούς πίνακες του Κάσπαρ Φρίντριχ.

Η Δανάη Σιώζου παίζει απροσδόκητα με Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια (Αντίποδες, 2016), ανιχνεύοντας το γλωσσικό πέρασμα από τον παιδικό εαυτό στο ποιητικό εγώ. Η Παυλίνα Μάρβιν στις Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου (Κίχλη, 2017) θέτει το ερώτημα της ίδιας της συλλογής ως λογοτεχνικού είδους και βιωματικού εγχειρήματος. Η Ναταλία Καραγιάννη στο Εξορισμός (Μελάνι, 2016) ρωτά τους εξόριστους του «Ματαρόα» πώς θα γυρίσει και πότε θα πάψει «αυτή η πατρίδα να είναι/ εξ ορισμού εξόριστη». Η Ελένη Ντούξη στο Μείον δεκάξι (Μελάνι, 2016) καλλιεργεί μια διασπορική ποίηση που πραγματεύεται την ταυτότητα, τη σωματικότητα και την εντοπιότητα. Η Λένια Ζαφειροπούλου, επειδή είναι Σκληρό να σκοντάφτεις σε πέτρες (Πατάκης, 2016), προσφέρει σκηνοθετικές σημειώσεις για παραστάσεις θεάτρου, μπαλέτου και όπερας. Η Ολγα Παπακώστα, Οχι ακόμη Κάρμεν (Πατάκης, 2013), συγκροτεί μια εγκυκλοπαιδική επισκόπηση λογοτεχνικών και μουσικών ειδών και τρόπων. Ο Ορφέας Απέργης στο Υ (Πατάκης, 2011) συνθέτει μια συγκριτική ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας γραμμένη σαν συμφωνία και σαν εγκυκλοπαίδεια.

Συνοψίζοντας, από τα θετικά στοιχεία της συγκομιδής θα ανέφερα πως αυτά τα βιβλία έχουν βαθιά λογιοσύνη, γλωσσική εγρήγορση, επιτελεστική ετοιμότητα, αριστερή μελαγχολία και την ενότητα μιας συνθετικής κατάθεσης (παρά αυτο-ανθολόγησης). Στα αρνητικά χαρακτηριστικά των συγγραφέων τους περιλαμβάνω την απουσία κριτικής και προπαντός δοκιμιακής γραφής, την ελλιπή συνομιλία με την καινούργια παγκόσμια ποίηση και την περιορισμένη παρουσία σε διεθνείς χώρους συνάντησης ποιητών και κριτικών. Φυσικά είναι πολύ νωρίς για να βγουν συμπεράσματα.

* Ομότιμος καθηγητής στη Νεοελληνική Εδρα Κ.Π. Καβάφη στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν

 

Συναγωγή θετικών συμπερασμάτων

Του ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ*

 

Αλφαβητική-τηλεγραφική αναφορά των, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερων νέων φωνών που εμφανίστηκαν το χρονικό διάστημα 2011-2018, ικανών να συμβάλουν στη δημιουργία μιας εικόνας αν όχι ιδιαιτέρως εντυπωσιακής, πάντως πρόσφορης για τη συναγωγή θετικών συμπερασμάτων: Μαρία Αρχιμανδρίτη∙ πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Η μοναξιά της καμπύλης (Κέδρος, 2015). Ποίηση μάλλον γλωσσοκεντρική, μαρτυρία ενός μοναχικού ανθρώπου που προσπαθεί να ανασύρει στο φως και από απόσταση ασφαλείας να εκθέσει τα βαθύτερα αίτια της υπαρξιακής του αγωνίας.

Δημήτρης Βαρδαβάς· επίσης πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Οπως κανείς συνηθίζει (Momentum, 2015)∙ ποίηση γραμμένη εν θερμώ, με λόγο οξύτατα κριτικό, ειρωνικό, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό, με κύριο χαρακτηριστικό του την ορμητικότητα ενός νέου που αισθάνεται εγκλωβισμένος στα γρανάζια μιας ανελέητης πραγματικότητας. Σάντυ Βασιλείου∙ στη συλλογή της 28 μέρες κάτω από τη γη (Θράκα, 2017), στήνοντας ένα σκηνικό ημιφωτισμένο, σκηνοθετεί έναν διάλογο –μάλλον έναν ιδιότυπο μονόλογο– ενδεικτικό μιας μετατραυματικής αγωνίας που τη συνέχει και καθιστά το σώμα της δίαυλο μονίμως εκτεθειμένο σε διεμβολισμούς δυσοίωνων σκέψεων και μηνυμάτων. Μυρσίνη Γκανά∙ πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Τα πέρα μέρη (Μελάνι, 2017).

Η ποιήτρια μοιάζει να διδάσκεται από την ποίηση ότι ο χρόνος δεν θεραπεύει, απλώς αλλοιώνει και αμβλύνει την υφή τής όποιας οδύνης∙ βοηθάει στην εξοικείωση μαζί της και υπό προϋποθέσεις –όπως συμβαίνει και στη συγκεκριμένη περίπτωση– την καθιστά ποιητικά εκμεταλλεύσιμη. Χρήστος Αρμάντο Γκέζος∙ πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Ανεκπλήρωτοι φόβοι (Πολύτροπον, 2014), με ποιήματα ενδεικτικά της αγωνίας του ποιητή να απαγκιστρωθεί από τις σκοτεινές –αν και κάποτε παραμυθητικές– μνήμες της πρώτης πατρίδας του, προκειμένου να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις τραυματικές εμπειρίες που του προσφέρει η δεύτερη.

Πρώτη εμφάνιση και για τον Δημήτριο Δημητριάδη με τη συλλογή Χρόνος Αυτόχειρας (Γκοβόστης, 2016). Για τον ποιητή, η ζωή, άρα και η ποίηση, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, το οποίο διεξάγεται στα απαραβίαστα όρια που συνθέτουν η πραγματικότητα και το όνειρο, η φαντασία και η φαντασίωση, το συνειδητό και το ασυνείδητο και, κυρίως, η ζωή και ο θάνατος. Παναγιώτης Δημητριάδης· πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Ο φόνος του λευκού (Θράκα, 2017), όπου ο ποιητής μοιάζει να τείνει ευήκοο αυτί, προκειμένου να συλλάβει και να κατανοήσει, στο μέτρο του δυνατού, το πλάσιμο των λέξεων στους σκοτεινούς κόλπους των αισθήσεων και των αισθημάτων. Θωμάς Ιωάννου: Ιπποκράτους 15 (Σαιξπηρικόν, 2011)∙ ποίηση σοβαρή, στιβαρή, ενδεικτική της πορείας που διένυσε ο πρωτοεμφανιζόμενος πλην «έτοιμος από καιρό» ποιητής για την, διά της αυτογνωσίας, ψαύση των στοιχείων που από πολύ νωρίς συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ύφους του.

Χάρις Κοντού∙ Η θηλή της λήθης (Γαβριηλίδης, 2018). Δεύτερη συλλογή, όπου τόποι, τοπία και πρόσωπα, φωτισμένα με το φως της αθωότητας, συνθέτουν ένα άλλοτε φωτεινό, άλλοτε φιλικό και άλλοτε επίβουλο εδώ και τώρα. Πρώτη εμφάνιση και για τον Νικόλα Κουτσοδόντη με τη συλλογή Χαλκομανία (Εντύποις, 2017), με ποίηση ιδιοτύπως κοινωνικά προβληματισμένη, βασισμένη σε πάγιες ιδεολογικά και κοινωνικά προσδιορισμένες θέσεις και όχι απλώς συγκινησιακά φορτισμένη με αφορμή τις συνθήκες των τελευταίων ετών. Αλέξιος Μάινας∙ στις δύο συλλογές του (Το περιεχόμενο του υπόλοιπου, Μικρή Αρκτος, 2011 και Το ξυράφι του Οκαμ, Γαβριηλίδης, 2014) φιλοδόξησε και κατόρθωσε να συνδυάσει ποιητική πράξη και ποιητική, αποφεύγοντας τις ολισθηρές παραδοσιακές και τετριμμένες εκδοχές του τρέχοντος λυρισμού.

Ειρήνη Μαργαρίτη, πρωτοεμφανιζόμενη με τη συλλογή Φλαμίνγκο (Μελάνι, 2014), με ενδιαφέροντα ποιήματα που συχνά δημιουργούν την αίσθηση ενός γοητευτικού αυτοσχεδιασμού∙ μακρόσυρτα μπλουζ με τη μονοτονία τους διανθισμένη από αιφνίδια περάσματα μιας ιδιότυπης λύπης. Ελένη Ντούξη∙ πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Μείον δεκάξι (Μελάνι, 2016), όπου ο λόγος της, μολονότι συχνά διαπερνάται από τραυματικούς και συνάμα νοσταλγικούς ήχους μιας άλλης, μακρινής, πραγματικότητας, ποτέ δεν χάνει την επαφή του με το παρόν. Βασιλεία Οικονόμου∙ πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Το υπόλοιπο της αφαίρεσης (Γκοβόστης, 2015), με ποιήματα λυπημένες μπαλάντες της καθημερινότητας, με δάνεια στοιχεία από τον τρέχοντα λεκτικό περίγυρο και με βασικό υλικό τον απόηχο της απουσίας και φευγαλέα ίχνη ονείρου.

Δημήτρης Πέτρου: Α΄ Παθολογική (Μικρή άρκτος, 2013) και Χωματουργικά (Μικρή Αρκτος, 2016)∙ ενεργοποίηση της ενδιάθετης ροπής του προς το παράδοξο, προκειμένου να πετύχει πρόσκαιρες, έστω, ενταφιάσεις της καθημερινής θλίψης, βοηθημένος από κάποιους πεθαμένους ποιητές, το «μαρσάρισμα» της φωνής των οποίων ακούει και στη δική του φωνή. Δανάη Σιώζιου, πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια (Αντίποδες, 2016) ή αλλιώς η χρησιμότητα, η αναγκαιότητα μάλλον της διατήρησης των παιδικών αναμνήσεων, απαλλαγμένων όμως από τη γλυκερή διάθεση που συνήθως συντροφεύει τις καταβυθίσεις στα χρόνια της αθωότητας. Φώτης Σταθόπουλος, πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή Νηστεία του χρόνου (Μελάνι, 2018), όπου κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα απορίας και λύπης και όλα μοιάζει να μεροληπτούν με τη μεριά των απόντων.

Θωμάς Τσαλαπάτης: μετά την πολλά υποσχόμενη πρώτη συλλογή του Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ (Εκάτη, 2013) ακολούθησε η επιβεβαίωση των προβλέψεων με τη συλλογή Αλμπα (Εκάτη, 2016), μια «ενδεχόμενη», ζοφερή πόλη, κατοικημένη από νεκρούς και ακόμη αγέννητους, της οποίας χαρτογράφος είναι ο ίδιος ο ποιητής. Η Μαρία Φίλη πρωτοεμφανίζεται με τη συλλογή Το παράξενο απόκτημα των εντόμων (Μελάνι, 2015). Η ποίησή της είναι «φρέσκια»∙ η πρώιμη, εντυπωσιακή ωριμότητά της δεν την εμποδίζει να συμμετέχει στα «απογευματινά γέλια των κοριτσιών», ίσως γιατί συναισθηματικά και πνευματικά μοιάζει να μεγαλώνει με τη φυσικότητα ενός δέντρου.

 

*Ποιητής, πεζογράφος δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας

 

 

Με γνώμονα πεδία αναφοράς και δημιουργικής διαφοροποίησης

Του ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗ*

 

Η ιχνηλασία και μόνο σε μια αχαρτογράφητη ακόμα περιοχή, λόγω της πολύ μικρής ή σχεδόν μηδενικής χρονικής απόστασής μας από αυτήν, όπως η περιοχή της γραμμένης από νέους ποίησης των τελευταίων περίπου δέκα ετών, είναι τόσο επισφαλής, ώστε κινδυνεύει κάποιος να καταγράψει ονόματα ποιητών και τίτλους ποιητικών βιβλίων κυρίως λόγω της περιπτωσιολογικής συνάντησης μαζί τους.

Ακολουθεί η, στη βάση των όρων των αφιερώματος, σχεδόν τηλεγραφική, σχολιασμένη μνεία μερικών ονομάτων και των έργων τους, όχι κατ’ ανάγκην αξιολογική, αλλά με γνώμονα πεδία αναφοράς και δημιουργικής διαφοροποίησης σε ένα γενικότερα πολυσύνθετο τοπίο. Η ποίηση στοχαστικού λυρισμού και εναγώνιας αναζήτησης του εσωτερικού εαυτού της Ελένης Τζατζιμάκη (γενν. 1986) αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία, στα τέσσερα βιβλία της, σε μια εξελικτική πορεία που ακολουθεί τις ροπές του κοινωνικοπολιτικού πεδίου.

Από την ενδοσκόπηση, την αναμόχλευση του βιώματος, την ενοχικότητα των προσωπικών διαψεύσεων, η Τζατζιμάκη διασταυρώνεται, προϊόντων του χρόνου και των βιβλίων της, με την αναζήτηση της έμφυλης ταυτότητας, του νοήματος της ιστορίας, του διαλόγου με τη λογοτεχνική παράδοση, του ερωτήματος πώς ποιητικοποιείται το ταραγμένο πολιτικοκοινωνικό παρόν. Η δραματική στον πυρήνα της, δημιουργικά άξεστη στην έκφρασή της και υβριδική στη μορφή της ποίηση του Θοδωρή Ρακόπουλου (γενν. 1981), στα τρία ποιητικά βιβλία του, λειτουργεί ως αντιπροσωπευτικό, πιστεύω, παράδειγμα της γενικότερης τάσης των νέων ποιητών για μια «επιθετική» γραφή, εμφατικά διαφοροποιημένη από τη λογιότητα της ποιητικής παράδοσης, εναρμονισμένη με τη σκληρότητα και τον παραλογισμό των ημερών μας.

Αν η γραφή του Ρακόπουλου μπορεί, ώς ένα σημείο, να συσχετιστεί με ό,τι η Caren Van Dyck προσδιόρισε, επικροτώντας το, ως «αισθητική της επηρεασμένης από την ποπ κουλτούρα “ταχυποίηση[ς]”, μεταπλάθοντας τη γλώσσα των εφημερίδων, των περιοδικών και της διαφήμισης σε ποιήματα αντικουλτούρας», κατά τη γνώμη μου, ευτυχώς, κρατά αποστάσεις ασφαλείας από την «αισθητική της “ταχυποίηση[ς]”». Αυτή η τελευταία είναι ικανή να παράγει πολιτισμικά κείμενα, ίσως ενδιαφέροντα από μια ορισμένη σκοπιά θεώρησης, αλλά όχι ποιήματα άξια λόγου. Τέτοια πολιτισμικά κείμενα εμφανίστηκαν ως ποιητικά βιβλία σε όχι λίγους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές της περιόδου 2011-2018.

Η ποίηση του Γιάννη Δούκα (γενν. 1981), με τα δύο βιβλία του, ιδίως με το δεύτερο, Το σύνδρομο Σταντάλ (2013), επαληθεύει την αντοχή και ανανεώνει δημιουργικά την τάση των τελευταίων δεκαετιών για τη σονετογραφία και την επανεκμετάλλευση των έμμετρων μορφών. Σε αυτή την τάση ο Δούκας δεν είναι ο μόνος (αναφέρω επίσης τον συνομήλικό του Θεοδόση Βολκώφ [γενν. 1980]).

Οι πολλοί ηλικιακά μεγαλύτεροί τους που «συστρατεύονται» στην ίδια τάση απογράφονται στο ιστολόγιο-ανθολογία «Νέοι Ηχοι στο Παμπάλαιο Νερό. Σύγχρονη ελληνική ποίηση σε αυστηρές μορφές» (https://pampalaionero.wordpress.com/). Η προσπάθεια του Δούκα όπως και των υπολοίπων να πείσουν, διά της αυστηρής οργάνωσης και της εμμετρότητας των ποιημάτων τους, ότι γνωρίζουν τα κατασκευαστικά υλικά του ποιητικού λόγου, ύστερα από μια μακρά περίοδο απενεργοποίησής τους, προφανώς λειτουργεί και ως αντίμετρο στην τάση πολλών συνομηλίκων τους για την απορύθμιση ή και αποδόμηση της ποιητικής φόρμας.

Στην ίδια ομάδα με τον Δούκα θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και ο Γιώργος Βαρθαλίτης. Ισως τον επιλέγω εδώ κατά παράβαση των όρων του αφιερώματος: εμφανίστηκε πριν από το 2011 και τα ποιητικά βιβλία του μέχρι σήμερα είναι όχι ένα ή δύο, αλλά επτά (τα τέσσερα τελευταία στην τριετία 2016-2018). Αλλά τον επιλέγω, επειδή ο Βαρθαλίτης δεν γράφει απλώς έμμετρη ποίηση, αλλά και μια ποίηση που κινείται εμφατικά στους αντίποδες των κυρίαρχων τάσεων της νεανικής ποίησης.

Κι αυτό επειδή γράφει μια ποίηση επιδεικτικής, αλλά κάθε άλλο παρά ρηχής, λογιότητας, ουσιαστικά μια ποίηση επανεγγραφής του ποιητικού παρελθόντος, τόσο του μοντερνιστικού όσο και του προμοντερνιστικού, ακόμα και του αρχαίου(!), επαναχρησιμοποιώντας και συνάμα εκσυγχρονίζοντας τόσο τα μέτρα του όσο και τα θέματά του. Επιπρόσθετα, ο Βαρθαλίτης λειτουργεί ως αντιπαράδειγμα, σε σχέση με την κοινή πεπατημένη ποιητική οδό της πλειονότητας των συνομηλίκων του, επειδή το ποιητικό έργο του πλαισιώνει μια ακόμα «ακαδημαϊκότερη» στάση: εκείνη του συστηματικού μεταφραστή ποίησης και του επίσης συστηματικού δοκιμιογράφου.

Τέλος, αν καλούμαι να επιλέξω το ένα και πρώτο ποιητικό βιβλίο ενός/μίας πρωτοεμφανιζόμενου/ης ποιητή/τριας κατά τα τελευταία χρόνια, τότε η επιλογή μου ακούει στο όνομα Μαρία Φίλη, που γεννήθηκε το 1993 (Το πιο παράξενο απόκτημα των εντόμων, 2014). Γιατί; Ειλικρίνεια και βάθος αισθημάτων, σε συνδυασμό με λυρική τόλμη, επινοητική εικονοποιία και εκφραστική οικονομία. Με αφορμή την επιλογή της Φίλη, θα συμπλήρωνα ότι οι εναλλακτικές επιλογές μου, για λόγους που δεν εξηγούνται παρά από την αισθητική προτίμηση, τείνουν μάλλον προς γραμμένα από πρωτοεμφανιζόμενες ποιήτριες βιβλία των τελευταίων ετών. Μνεία άλλου ονόματος; Εκείνου της Ολγας Παπακώστα.

Η επιλογή μου να αναφερθώ σε μερικούς μόνο ποιητές και ποιήτριες υπαγορεύτηκε από ό,τι αντιλαμβάνομαι τα τελευταία χρόνια ως μια διαμορφούμενη τάση, ενισχυμένη μάλιστα από τις συνθήκες της κρίσης, ενός πολιτικώς ορθού ποιητικού φιλονεϊσμού. Από τα μερικές εκατοντάδες ελληνικά ποιητικά βιβλία των τελευταίων ετών που πέρασαν από τα χέρια μου, πολύ λίγα ήταν εκείνα που μου άφησαν τη μνήμη της αισθητικής συγκίνησης. Και τα γραμμένα από νέους και πρωτοεμφανιζόμενους ήταν ελάχιστα ανάμεσα στα λίγα. Δεν αποκλείεται να φταίω εγώ· η έλλειψη προσοχής ή η βιασύνη μου. Αλλά δεν αποκλείω και την άλλη εκδοχή, της από κοινού ευθύνης. Με άλλα λόγια, η ποίηση έχει πολύ μακρινό παρελθόν για να ανακαλύπτουμε σε βάθος δεκαετίας (ή σε κάθε γωνιά) πολλά νέα ποιητικά ταλέντα.

*Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

Πόσο θα αντέξουν  οι νεότεροί  μας ποιητές…

Του ΠΕΤΡΟΥ ΓΚΟΛΙΤΣΗ

 

Προτού, εκ των πραγμάτων, επιλέξω –δέκα εκ των γεννηθέντων μεταξύ του 1979 και του 1994 νεότερων ποιητών– επιθυμώ να δείξω από πού γράφω. Σημείωνα λοιπόν στην κορύφωση της κρίσης, in medias res («στο μέσο της πλοκής»):

Εχουμε εισέλθει σε μια ζώνη τελολογικών προρρήσεων. Από εκεί σας γράφω. Σε μια νέα νηνεμία ανάμεσα σε τρικυμίες που όλο έπονται και δεν καταλαγιάζουν. Μακριά από μένα, έστω ως αξίωση –ως έγνοια ορθή–, οι εγω-λογίες και οι προφητισμοί και τα παρόμοια. Κατατάξεις οριστικές των τεκταινόμενων, πολιτικές και λογοτεχνικές, και πάει λέγοντας.

Τώρα που η ύλη όλο πυρώνεται και που λυγίζει, και εμείς μαζί να περιγράφουμε, μέσω της ποίησης, το πώς και το γιατί, τώρα που καίνε οι σπίθες της ιστορικής τριβής και του εκτροχιασμού, το δέρμα μας και την «ψυχή» μας. Πνεύμα που καίγεται και αργοπεθαίνει, και ψάχνε στα βαθιά –όλα βουλιάζουνε–, να ανεβάζεις τα πνιγμένα, που όλο χάνονται, σαν νούφαρα, σε μια επιφάνεια ενός βαλτότοπου, και άιντε τώρα να τα ζωντανέψεις. Τρισδιάστατα να πεταχτούν, να δείξουν. Ας σωπάσω.

Και πού βαδίζω; Και ως τι; Με τη σπασμένη γλώσσα μου, των ποιητών, με αποσπασματική οπτική –όλο με άλματα ας είμαι και με καταβυθίσεις–, αφαιρώντας από τη σάρκα όσων συνέβησαν, ως ποιητής να πω αυτά που είδα και που γνώρισα.

Προτού όμως περάσουμε σε ορισμένα «στιγμιότυπα», φέτες ποιητικών βιωμάτων, οφείλουμε να αναρωτηθούμε; Είναι η ποίηση όντως μια πράξη που εγγράφεται στη σκηνή της γλώσσας ή ανοίγεται και αλλού; Υφίσταται, αλλιώς, η ποιητική ύλη χωρίς το νόημα, έξω και ανεξάρτητα από αυτό; Γίνεται δηλαδή να υπάρξει μια νέα προβληματική του νοήματος, στον τόπο της ποίησης αλλά και πέραν –μέσω όμως– αυτής; Είναι η ρήξη με τη μεταφυσική του νοήματος, της παγκοσμιοποίησης, πραγματικά δυνατή; κ.λπ.

Κι αυτά, όπως και άλλα ερωτήματα, προσεγγίζονται στο πλαίσιο –και εκτός– του εκάστοτε «κυρίαρχου» λόγου; Οπως αυτός αρθρώνεται από τους δημοσιογράφους, τους θεσμικούς, τους ποιητές, τους κριτικούς, τους δημοσιολογούντες; Στην εποχή μάλιστα των κοινωνικών δικτύων, του google και του facebook που ρυθμίζουν όσα βλέπουμε ως αυτο-εκπληρούμενες προφητείες; Δεδομένου μάλιστα ότι η ετερότητα δεν μπορεί να αποσπαστεί με αποφασιστικό τρόπο από οποιαδήποτε διαδικασία αναπαράστασης.

Ετσι λοιπόν πλευρίζουμε τους νεότερούς μας ποιητές που βρίσκονται σε μια παράλληλη, για την ώρα, εύπλοια, σε μια εποχή δυναστευόμενης –ή έστω βιοπολιτικά καθοδηγούμενης– συναίνεσης. Οι οποίοι ποιητές μας περνούν σε άλλου τύπου πολλαπλότητες, ακολουθίες και κοινότητες συμμετοχής. Από όπου και στοχεύουνε, ο καθένας με τον τρόπο του, σε μια αντι-παγκοσμιοποίηση, με την έννοια του demarketization (της απο-αγορο-ποίησης)· εκεί όπου η ποίηση γίνεται ο μόνος ανθρώπινος, άρα κατοικήσιμος, τόπος.

Τέτοια είναι η ποίηση του Θωμά Τσαλαπάτη (γενν. 1984), με τον ποιητικό και δημοσιογραφικό της «ακτιβισμό». Οπως αυτός τίθεται στο πρώτο, με το ιδιότυπο χιούμορ, ποιητικό του βιβλίο: Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ (Εκάτη, 2013). Συνεχίζοντας με την Αλμπα (Εκάτη, 2015) που παλμογραφεί τους κοινωνικούς κραδασμούς με γλωσσικά και ψυχικά κολάζ, με αντανακλάσεις αναγνώσεων και με φασματικές εμμονές. Οπως και της Αννας Γρίβα (γενν. 1985) και του Γιάννη Δούκα (γενν. 1981), με το κάλεσμα για μια επιστροφή στις πηγές. Η Γρίβα με το Ετσι είναι τα πουλιά (εκδ. Γαβριηλίδης, 2015) και το Σκοτεινή κλωστή δεμένη (Γαβριηλίδης, 2017), όπου χαράσσει την ιδιοπροσωπία της ισορροπώντας σε συναισθηματικές εντάσεις και γλωσσικές επιλογές με μνήμη μεταποιημένη. Ο Δούκας με Το σύνδρομο Σταντάλ (Πόλις, 2013) που «επιστρέφει» στην ευστροφία της ρίμας και του σονέτου.

Ο Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος (γενν. 1988) και ο Θάνος Γώγος (γενν. 1985), με τις ιδιότυπες performance τους. Ο Παραχαράλαμπος, με τη γλωσσοκεντρική του ποίηση, στο Είναι (Φρμκ, 2015) και ο Γώγος, κυνηγώντας μια νέα διασπαστική διαγώνιο, στη Γλασκώβη (Θράκα, 2014). Η Νίκη Χαλκιαδάκη (γενν. 1980) με το βιβλίο της Ανάσκελη με πυρετό (Μανδραγόρας, 2012), ο Θωμάς Ιωάννου (γενν. 1979) με το Ιπποκράτους 15 (Σαιξπηρικόν, 2011), η Ειρήνη Καραγιαννίδου (γενν. 1979) με το Παραθαλάσσιο οικόπεδο (Πανοπτικόν, 2017), ο Ενο Αγκόλλι (γενν. 1994) με το Ποιητικό αίτιο (Εντευκτήριο, 2015) και η Δανάη Σιώζου (γενν. 1987) με τα Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια (Αντίποδες, 2016).

Ποιητές που δείχνουν πως έχουμε πλέον απομακρυνθεί από το υπερβατολογικό ατομο-κεντρικό εγώ, που κινείται στη βαθμίδα του «εγώ σκέφτομαι», τοποθετώντας στη θέση του μια άλλη στάση. Αυτή όπου ο φορέας της δυνατότητας μιας συνάντησης, ριζικά εκτός του υποκειμένου, αναδύεται στον τόπο της γλώσσας και της ποίησης, καθιστάμενος ομιλούν υποκείμενο «μόνο στον βαθμό που συναλλάσσεται με το σύστημα των γλωσσικών διαφορών». Επιτρέποντας την ανάδυση του προσώπου, και κατ’ επέκταση των καλλιτεχνικών-ποιητικών εκφορών, που διαφοροποιούνται συν-σχηματίζοντας ένα μεταβλητό «ολικό» πλέγμα. Εντός και μέσω του οποίου συμβαίνουμε ως διακριτές εκφάνσεις, και άρα, σε τελική ανάλυση, συν-υπάρχουμε.

Ή, απλούστερα, το ποίημα καθίσταται σημαίνον μόνο στον βαθμό που εγγράφεται στο «σύστημα των διαφορών». Εκεί είναι όμως που έρχεται το κεφάλαιο με την πανουργία του και ομογενοποιεί με την παρουσία του, αλέθοντας, αξιώνοντας μάλιστα και αλεστικά (δηλαδή αμοιβή), στοχεύοντας στην ψευδή διατήρηση της διαφοράς. Και σε αυτό το πλαίσιο, δεν μένει παρά να δούμε αν και πόσο θα αντέξουν οι νεότεροί μας ποιητές. Τελώντας εν αναμονή της δεύτερης ή και της τρίτης τους φωνής.