Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 09 Απριλίου 2019 14:13

Η πατρίδα εξελισσόμενη... (του Χρήστου Κοτσίνη)

Γράφει ο Χρήστος Κοτσίνης

*Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών

Msc., αντιπροέδρος Επιμελητηρίου Πρέβεζας και υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος με την παράταξη “Κοινό των Ηπειρωτών”

Πρόσφατα, στο πλαίσιο της γενικότερης εθνικοπατριωτικής υστερίας, στα κοινωνικά δίκτυα εμφανίστηκε ρήση, εν είδει memes, του Μιλτιάδη του αρχαίου. Προσπάθησα να διασταυρώσω, να εντοπίσω την πηγή, μα δεν τα κατάφερα. Απ’ την άλλη μεριά και να μην την είπε ο ίδιος ο στρατηγός ταιριάζει απόλυτα στο σκηνικό των παραμονών της Μάχης του Μαραθώνα.

Ο Μιλτιάδης λοιπόν φέρεται να είπε στους συμπολίτες του πως έτσι και καταφέρουμε και νικήσουμε, οι Πέρσες μπορούν να φύγουν και να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Τους είπε: Αυτοί θα έχουν πατρίδα να γυρίσουν. Ετσι όμως και χάσουμε και νικήσουν οι Πέρσες, τότε εμείς δεν θα έχουμε πατρίδα να πάμε.

Αρκετούς αιώνες αργότερα λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικότερα του Μαραθώνα, στην πόλη της Λαμίας κατά την απελευθέρωσή της από τον ΕΛΑΣ, ο Αρης εκφωνεί τον ιστορικό του λόγο. Εκεί διαχωρίζονται, και ορθώς, ταξικά τα πράγματα. Πλέον δεν είναι όλοι οι συμπολίτες που δεν θα έχουν πατρίδα να πάνε, αλλά ένα τμήμα τους, ο λαός. Πλέον ο λαός δεν είναι το όλον, δεν είναι το έθνος, όπως πριν. Θα πάρουν τα κεφάλαιά τους και θα φύγουν -αναφέρεται στους έχοντες πλούτο- ενώ εμείς δεν έχουμε παρά τα καλύβια μας και τα πεζούλια μας… Και αυτά δεν ξεκουνάνε, δεν μπορούμε να τα πάρουμε και να φύγουμε, τους είπε.

Ο λόγος που μου κίνησε το ενδιαφέρον αυτή η αντιδιαστολή είναι γιατί νιώθω πως δείχνει την εξέλιξη της έννοιας της πατρίδας, καθώς και του υποκειμένου της μέσα σε είκοσι πέντε αιώνες. Ο Μιλτιάδης απευθύνεται σε έχοντες και μη, σε πλούσιους και φτωχούς, σε αριστοκράτες και μη. Για όλους ανεξαιρέτως η πατρίδα ήταν κιβωτός. Ισως γι’ αυτό γυρνώντας πίσω στην Αθήνα νικητές, ατσάλωσαν τη δημοκρατία: όμοιοι μπροστά στον θάνατο, όμοιοι απέναντι στην Ιστορία, όμοιοι και στη διαχείριση, στις αποφάσεις.

Ο Αρης το ξέρει αυτό. Καταλαβαίνει πως ο πλούτος στα μέσα του εικοστού αιώνα μπορεί να σου δώσει το δικαίωμα, την ευκαιρία να εξαιρέσεις τον εαυτό σου, την οικογένειά σου από την κοινή μοίρα. Ο λιμός στην Αθήνα τον χειμώνα του '41-'42 δεν ήταν ταξικά αμερόληπτος. Ενώ η διαφορετική μοίρα ορίζει διαφορετικούς ανθρώπους και εθνικά, μιας και παύει την κοινή Ιστορία, ίσως το ισχυρότερο εθνικό χαρακτηριστικό.

Κάπως έτσι μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ πώς λειτουργεί υπό το παραπάνω πλαίσιο η έννοια της πατρίδας. Οι αρχαίοι φαίνεται να μην είχαν πλούτο τέτοιας εμβέλειας και ευελιξίας ώστε κάποιος να τον πάρει, να φύγει και με αυτόν να ζήσει αλλού αξιοπρεπώς. Ισως δεν υπήρχαν και άλλες γνωστές ζηλευτές πολιτισμικά πατρίδες· αν και κάμποσοι μήδισαν εκείνο τον καιρό. Τότε ο πλούτος ήταν απολύτως υλικός, χωρικά εξαρτώμενος ή έστω αρκετά περισσότερο απ’ ό,τι στα μέσα του 20ού αιώνα.

Ενώ σήμερα, στις αρχές του 21ου, μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο άυλος, αχωρικός, ενώ οι διαφορές πολιτισμικές ή άλλες, κοινώς ζητήματα κουλτούρας μεταξύ των πατρίδων, αρχίζουν να αμβλύνονται και βλέπουμε πολλές πατρίδες πλέον να μοιάζουν, τουλάχιστον χοντρικά.

Θα τολμήσω να πω πως κάπως έτσι εξηγείται η αναντιστοιχία λόγων και πράξεων των εγχώριων «πατριωτών». Ενώ ηδονίζονται με πατριωτικά θούρια και ρήσεις μεγάλων ανδρών, ενώ υποστηρίζουν σύνορα, εθνική ιδιαιτερότητα, ταυτότητα και άλλα αντίστοιχου τύπου ιδεολογήματα στα λόγια, στην πράξη κάνουν το αντίθετο: αποκτούν ένα, βαριά δυο παιδιά δείχνοντας έτσι πως δεν τους αφορά το εθνικό δημογραφικό, τα μαθαίνουν ξένες γλώσσες ισχύος, ενώ ταυτόχρονα τους βολεύει μη εθνικό νόμισμα.

Αποθησαυρίζοντας σκληρό νόμισμα -παλιότερα μάρκα, δολάρια, λίρες- ελπίζουν να μπορέσουν να στείλουν τα παιδιά τους έξω τουλάχιστον για μεταπτυχιακές σπουδές ή, στη χειρότερη γι' αυτούς κατάσταση, να μπορέσουν να πληρώσουν τους καλύτερους γιατρούς του εξωτερικού… Γενικά να έχουν διάφορη μοίρα από την κοινή, απευθυνόμενοι όμως, προσβλέποντας σε άλλους χώρους.

Αυτό που στην εποχή του Αρη έκανε η κεφαλαιούχος τάξη σε κρίσιμες συνθήκες, τώρα φαίνεται να μπορεί με παρόμοιο τρόπο να το πραγματώσει ο μικρομεσαίος Ελλαδίτης μικροαστός και σε μη κρίσιμες. Η πλειοψηφία δεν παλεύει, ούτε καν προσπαθεί για συλλογική κοινωνική λύση, αλλά προετοιμάζει τις ατομικές, προσωπικές, οικογενειακές διαφυγές -δυνητικές και μη προοπτικές καλύτερης τύχης. Ταυτόχρονα βέβαια δεν ξεχνά την ανωτερότητα του πολιτισμού μας... έτσι γενικά.

Πλέον, η πατρίδα φαίνεται να μην είναι χώρος, αλλά κατάσταση: αυτή της καλύτερης συγκριτικά μοίρας.