Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Κυριακή, 12 Ιανουαρίου 2020 23:50

Η σημασία της πόλης στην κοινωνική οικολογία (του Γιώργου Παπαχριστοδούλου)

Γιώργος Παπαχριστοδούλου

Σε πολλά κείμενα του Μάρρεϋ Μπούκτσιν, θεμελιωτή της κοινωνικής οικολογίας, συναντάμε γραμμένη στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο τη λέξη πόλη (πόλις). Αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας κάποιας ανεξήγητης αρχαιοπληξίας που τυχόν να διακατείχε τον στοχαστή, φαινόμενο συχνό για όσους προσεγγίζουν τα ιστορικά φαινόμενα με όρους κυριαρχίας, ανώτερων-κατώτερων πολιτισμών.

Για τον Μπούκτσιν η ανάδυση της πόλης αποτελεί ένα από τα σημεία καμπής στην ιστορική εξέλιξη καθότι το άτομο βρήκε σε αυτήν το πεδίο όπου σχημάτισε σχέσεις με τους άλλους, σε ρήξη με τις προγονικές σχέσεις οι οποίες βασίζονταν σε δεσμούς αίματος (φυλή, χωριό). «Η πόλη αντικατέστησε σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό το βιολογικό δεδομένο της καταγωγής και το τυχαίο γεγονός της γέννησης σε μια ιδιαίτερη συγγενική ομάδα με το κοινωνικό δεδομένο του τόπου μόνιμης διαμονής και οικονομικών συμφερόντων», σημειώνει στο Ξαναφτιάχνοντας την Κοινωνία (σελ. 115, ελλ. έκδοση, Παρατηρητής).

Η ανάδυση της πόλης στον αρχαιοελληνικό κόσμο σημαδεύεται από μια δημιουργική φάση της ανθρώπινης ιστορίας σε επίπεδο νόμων (θεσμών), νοήματος, πολιτισμού (τέχνες, λόγος, τόποι, μνημεία). Πρόκειται για μια δημιουργική ρήξη, με επίκεντρο τη Μεσόγειο, η οποία φέρνει την πόλη και τη δημοκρατία στο ιστορικό προσκήνιο και συνοδεύεται από τρία ενδιαφέροντα σημεία, σημεία που αφορούν και το σήμερα:

– την αίσθηση και αξίωση μιας οικουμενικής ισότητας καθώς «η ιδέα ότι οι άνθρωποι έμοιαζαν στα βασικά τους σημεία, ανεξάρτητα από τη φυλή ή το χωριό που κατάγονταν, άρχισε να κερδίζει έδαφος υπερισχύοντας των εθνικών διαφορών» (ό.π.),

– την εμφάνιση ενός ατομικού δικαιώματος συνδυασμένου με την κοινωνική κινητικότητα καθώς «οι άνθρωποι άρχισαν να είναι σε θέση, σε παραλλάσσοντα βαθμό, να επιλέγουν και να αλλάζουν την κοινωνική τους κατάσταση» (ό.π.) και

– τη διεύρυνση της έννοιας της αστικής κοινότητας από τη στιγμή που «ο ξένος ή ο ‘εκτός’ τυπικότητας μπορούσε τώρα να βρει ασφαλή θέση σε μια ευρεία κοινότητα ανθρώπινων όντων», έστω κι αν είχε μερικό χαρακτήρα (μη απόδοση της ιδιότητας του πολίτη, όπως συνέβαινε με τους μέτοικους στην αρχαία Αθήνα).

Κατά συνέπεια, σε αυτό το σημείο καμπής στην ιστορία, δημιουργούνταν άλλοι κοινωνικοί θεσμοί και η άμεση δημοκρατία αποτελεί το πολίτευμα εκείνο το οποίο επιδιώκει την ατομική και συλλογική αυτοπραγμάτωση μέσα από τη συμμετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων, τη συναπόφαση, τον κοινωνικό έλεγχο.

Η πόλη καλλιεργεί την ευθύνη και σκιαγραφεί, με τις ατέλειες που χαρακτηρίζουν έναν κοινωνικό θεσμό, την έννοια του πολίτη.

Αυτά δεν συμβαίνουν εν μια νυκτί ούτε σημαίνουν ασφαλώς ένα κάποιο τέλος της ιστορίας, το οποίο πολλοί στοχαστές και καθεστώτα έχουν προαναγγείλει για να φάνε στο τέλος τα μούτρα τους. Με τον τρόπο ενός καλλιεργητή γης, φτιάχνουν έναν σπόρο, σπόρο που γονιμοποιείται εκ νέου αιώνες αργότερα και συγκεκριμένα από τον 14ο αιώνα μ.Χ. στις μεσαιωνικές πόλεις. Τότε παρουσιάζεται ένας εναλλακτικός δρόμος, αυτός της αυτοκυβέρνησης και της ομοσπονδίας των ελεύθερων δήμων, απέναντι στο ανερχόμενο έθνος-κράτος το οποίο θα επικρατήσει, δια πυρός και σιδήρου, από τον 19ο αιώνα και σήμερα βιώνει τους παγκόσμιους κραδασμούς της αμφισβήτησής του από κοινωνικά κινήματα της πράξης, όπως αυτά των Ζαπατίστας και της Ροζάβα.

Η μεσαιωνική άνθηση των ελεύθερων δήμων (η Μεσόγειος παραμένει στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας) είναι η εποχή της civitas, της πολιτείας ελεύθερων ατόμων σε αντιδιαστολή με έναν ψυχρό, στατιστικό ορισμό της πόλης ως urbs, ενός αθροίσματος κτηρίων. Ο Ελβετός στοχαστής Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712-1778) θα παρατηρήσει ότι τα σπίτια κάνουν τον οικισμό (το πολεοδομικό συγκρότημα), αλλά μόνον οι πολίτες την πόλη, θυμίζοντας το αρχαιοελληνικό «ἄνδρες γὰρ πόλις».

Ας σταθούμε σε μια από τις αξίες της εποχής αυτής, αξία που μετουσιώνεται σε αρετή [1]: πρόκειται για την έννοια του αυτοπεριορισμού, η οποία προκύπτει από ένα βαθύ αίσθημα δέσμευσης και ηθικής αφοσίωσης απέναντι στην πολιτική κοινότητα, φαινόμενο το οποίο συναντάμε επίσης στην αρχαιοελληνική πόλη.

Με τα λόγια του Μπούκτσιν: «Οι μεσαιωνικές ιταλικές πόλεις, για παράδειγμα, δημιούργησαν αξιοσημείωτα συστήματα ελέγχου και ισορροπιών προκειμένου να αποστρέψουν την υπερβολική ενίσχυση ενός συμφέροντος στην πόλη εις βάρος των άλλων, μια ισορροπία την οποία είχε καθιερώσει η ελληνική πόλις νωρίτερα στην αρχαιότητα. Ο αυτοπεριορισμός, η αξιοπρέπεια, η ευγένεια και η ισχυρή δέσμευση για πολιτική κοσμιότητα αποτελούσαν μέρος των ψυχολογικών χαρακτηριστικών που πολλές προκαπιταλιστικές πόλεις, που ήταν δομημένες γύρω από συνελεύσεις, μετέφρασαν στην πραγματικότητα σε θεσμούς, μέσα από ένα σύστημα ελέγχων που ενίσχυαν την αρμονία» (Ξαναφτιάχνοντας την Κοινωνία, σελ. 257, ελλ. έκδοση, Παρατηρητής).

Όσο για το περιεχόμενο της έννοιας του πολίτη, ο πολίτης μιας προκαπιταλιστικής δημοκρατικής πόλης «δεν ήταν το ‘συστατικό στοιχείο’ ενός κοινοβουλευτικού αντιπροσώπου ή απλώς κάποιος ‘φορολογούμενος’, για να χρησιμοποιήσουμε τη σύγχρονη καθομιλουμένη της πολιτικής. Στην καλύτερη των περιπτώσεων ήταν ένας γεμάτος γνώσεις, πολιτικά αφοσιωμένος, ενεργός και πάνω από όλα αυτοκυβερνώμενος άνθρωπος» (ό.π. σελ. 258). Παρατηρήσεις χρήσιμες για μια σύγχρονη επαναδιεκδίκηση της έννοιας του πολίτη ως συμμέτοχου στη λήψη των αποφάσεων, πρώτιστα στο πεδίο της πόλης, στο πλαίσιο μιας άρνησης της αντιμετώπισης των ανθρώπων, αλλά και της φύσης, ως αριθμών ή συντελεστών για ‘αναπτυξιακά’ μοντέλα.

Και φτάνουμε στη σύγχρονη μητρόπολη, ένα πλεονέκτημα της οποίας μπορεί να αποτελεί το αίσθημα της ανωνυμίας σε συνδυασμό με την υπόσχεση της περιπλάνησης σε έναν κόσμο αλλεπάλληλων συγκινήσεων, όπως μπορεί να μας αποκαλύψει η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο και που εκμεταλλεύεται ο κόσμος της υπερδιαφήμισης.

Πρόκειται για την υπόσχεση του ξεπεράσματος του σωματικού μόχθου που χαρακτηρίζει τη ζωή στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα πριν τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της τελευταίας, υπόσχεση ατομικής και συλλογικής ασφάλειας, υπόσχεση την οποία γρήγορα κατέρριψε η βαθιά εκμετάλλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου από τον ανερχόμενο καπιταλισμό, ο οποίος σήμερα διανύει μια φάση τεχνολογικής υπερκυριαρχίας. Σε μια από τις κορυφώσεις αυτής της μετάβασης από την ύπαιθρο στην πόλη, η οποία αποτυπώνεται στα κινηματογραφικά πλάνα [2], εκδηλώνεται ωστόσο ένα βαθύ αίσθημα δυσφορίας, το οποίο θα τροφοδοτήσει τα κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60, τα οποία ασκώντας κριτική στο κυρίαρχο μοντέλο (δυτικό ή κρατικοκαπιταλιστικό) αποστρέφονται την παραγωγή και την οικονομία ως κεντρικές σημασίες της ίδιας της ζωής.

Ταυτόχρονα, παρατηρείται η αντίστροφη κίνηση, η λεγόμενη προαστιοποίηση, μια διάχυση του πνεύματος της μητρόπολης στον αγροτικό-περιαστικό χώρο, διάχυση με εκφυλιστικά χαρακτηριστικά καθώς αλλοιώνει το φυσικό τοπίο, μετατρέποντάς το σε εμπόρευμα προορισμένο να καλύψει καταναλωτικές ανάγκες. Ο χώρος μετατρέπεται σε οικόπεδο με κύριο επίδικο τα τετραγωνικά των τοπογραφικών διαγραμμάτων ή τις ομπρέλες στις ακτές, και όχι τη γονιμότητα των καρπών, οι οποίοι πασπαλισμένοι με τη χρυσόσκονη της χημικής γεωργίας μπορεί πλέον να έρθουν από μακριά -με όποια επιβάρυνση προκαλεί το τελευταίο στην κλιματική συνθήκη ή στο εισόδημα των αγροτών άλλων χωρών.

Στο πλαίσιο αυτό αναδύεται το ερώτημα που θέτει, ήδη από το 1973, ο Μάρρεϋ Μπούκτσιν στα «Όρια της πόλης» όπου αποδομεί τη στράτευση της πολεοδομίας στο πλευρό του κεφαλαίου και της κρατικής γραφειοκρατίας και προτείνει την οικοκοινότητα.

«Η σύγχρονη τεχνολογία έχει τώρα φτάσει σε ένα τόσο προηγμένο επίπεδο ανάπτυξης που επιτρέπει στην ανθρωπότητα να ανοικοδομήσει τη ζωή στην πόλη σύμφωνα με κανόνες που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν μια ισορροπημένη, σωστά ανεπτυγμένη και αρμονική κοινότητα συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ της ανθρωπότητας και της φύσης. Αυτή η οικοκοινότητα, που θα είναι κάτι παραπάνω από πόλη, δεν θα έχει άλλα όρια πέρα από αυτά που συνειδητά θα τίθενται από την ανθρώπινη δημιουργικότητα, τον λόγο και τα οικολογικά δεδομένα. Η εναλλακτική προοπτική σε αυτή την εξέλιξη δεν μπορεί παρά να είναι η τρομακτική διάλυση της ζωής στην πόλη σε μια κατάσταση χρόνιου κοινωνικού πολέμου, προσωπικής βίας και γραφειοκρατικής επιστράτευσης. Εάν το αρχαίο ιερογλυφικό σύμβολο της πόλης ήταν ένας τοίχος που διασταυρώνεται με δύο δρόμους, το σύμβολο της μεγαλούπολης ταχύτατα γίνεται ένα αστυνομικό σήμα που πάνω του έχει ένα όπλο. Τα όρια της μεγαλούπολης δεν μπορεί παρά να αποτελούν τα όρια της ίδιας της κοινωνίας ως υποχείριου της ιεραρχίας και της κυριαρχίας» (σελ. 166-167).

Σημαίνουν αυτά μια συντηρητική, κλειστού νοήματος, επιστροφή στη φύση όπως μας προτείνει ένα τμήμα του οικολογικού κινήματος, το οποίο αποστρέφεται τον διαφωτιστικό ορθολογισμό, τη δημοκρατία ως πρόταγμα και την ίδια τη φύση, καθώς την αντιμετωπίζει ως «τυφλό κόσμο» όπου κυριαρχούν αιτιοκρατικές σχέσεις, όπως το περίφημο «δίκιο του ισχυρότερου» (μια μεταφορά από τον ανθρώπινο κόσμο), αγνοώντας την τάση της για ποικιλομορφία και σταθερότητα; Ή πρέπει να εμπιστευτούμε το παρόν και το μέλλον μας σε κρατικές γραφειοκρατίες, αυθαίρετους διεθνείς οργανισμούς, κόμματα, επιχειρήσεις (την αυτορρυθμιζόμενη Αγορά);

Από την παραπάνω σύντομη ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της πόλης, διακρίνει κανείς μια όψη στην οποία η πόλη ως πολιτεία και νόημα δημιουργίας και πολιτισμού, όχι ως άθροισμα κτηρίων, βιώνεται από τα ανθρώπινα υποκείμενα ως ένας εν δυνάμει χώρος ελευθερίας, αμεσοδημοκρατικής πολιτικής απόφασης και συλλογικής αυτοθέσμισης. Τόπος ανάπτυξης των δυνατοτήτων του ανθρώπου και της φύσης.

Αυτή η ανάπτυξη δεν μπορεί να ταυτίζεται με την κυρίαρχη ανάγνωση που θεοποιεί την απεριόριστη επέκταση των λεγόμενων παραγωγικών δυνάμεων, ένα σημείο στο οποίο συμφωνούν, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, μαρξισμός και οικονομικός φιλελευθερισμός. Ούτε, επίσης, αρκεί μια οικονομική απο-μεγέθυνση ώστε δια μαγείας να αλλάξουν οι ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις, αποανάπτυξη η οποία, όπως υποστηρίζεται, ήδη συμβαίνει [3].

«[Η] δὲ φύσις τέλος ἐστίν» παρατηρεί στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης γράφοντας για την πόλη, υποστηρίζοντας ότι όποιος από τη φύση του (όχι εξαιτίας τυχαίων συνθηκών) τυγχάνει άπολις είναι είτε αχρείος είτε ανώτερος από τους κοινούς θνητούς. Η παραπάνω αναφορά στη σχέση αυτοπεριορισμού του ατόμου με τη φύση και την πόλη (σε αντίθεση με τη θέση του Ντεκάρτ για την ανάγκη να γίνουμε «αφέντες και κάτοχοι της Φύσης»), μια αναφορά στα οικολογικά όρια της ανάπτυξης, προσφέρει ένα ορθολογικό θεμέλιο στο οποίο η πόλη, απελευθερωμένη από τα δεσμά του κέρδους, της διαχωρισμένης εξουσίας και της ιεραρχικής οργάνωσης, θα αποτελεί τον πυρήνα για την οικοδόμηση μιας οικολογικής κοινωνίας.

Οι νέες μορφές αυτοκυβέρνησης σε επίπεδο κωμόπολης, πόλης και γειτονιάς που αναδύονται παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν την ιστορική κληρονομιά της αρχαιοελληνικής πόλης, των ελεύθερων δήμων του μεσαίωνα, της Παρισινής Κομμούνας (1871), την εμπειρία της Ισπανικής Επανάστασης (1936), τις επεξεργασίες των νέων κοινωνικών κινημάτων (από τη δεκαετία του ’60), τις εν κινήσει δημιουργίες των Ζαπατίστας ή της Ροζάβα. Στο πλαίσιο μιας απαραίτητης επίγνωσης των οικολογικών ορίων τα οποία θέτει ο πλανήτης και μιας ηθικής δέσμευσης όλων απέναντι στις σύγχρονες αστικές κοινότητες, που για να λειτουργήσουν απαιτείται να είναι μικρές, αυτόνομες και θεμελιωμένες στην άμεση δημοκρατία ώστε να αυτοδιαχειριστούν τα επίκαιρα θέματα της στέγασης, της διατροφής, της παιδείας, της αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας, της διαχείρισης του νερού και της ενέργειας, της μετακίνησης, του δημόσιου χώρου.

Οι σύγχρονες μεγαπόλεις του ηλεκτρονικού ελέγχου και της επιτήρησης, η οποία ντύνεται την υπόσχεση μιας «έξυπνης» ζωής, σε συνδυασμό με τη διαχείριση της κλιματικής κρίσης από αυταρχικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ, κάνουν επίκαιρη μια πρόταση υπέρβασης του κόσμου του κράτους και της αγοράς.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δυνατότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης να παίξει έναν ιστορικό ρόλο στην αλλαγή της κοινωνίας εξαρτάται από την έκταση στην οποία θα μπορέσει να απαλλαγεί από τους κρατικούς θεσμούς που τη διαποτίζουν. Να απαλλαγεί από τη δομή της εξουσίας του δημάρχου, τη δημοτική γραφειοκρατία και το δικό της μερίδιο στο μονοπώλιο της επαγγελματοποιημένης βίας. Απελευθερωμένη όμως από αυτούς τους θεσμούς η τοπική αυτοδιοίκηση διατηρεί τα ιστορικά εφόδια και την πολιτική κουλτούρα που μπορούν να την οδηγήσουν σε ρήξη με το έθνος-κράτος και τον καρκινώδη κορπορατίστικο κόσμο μας, ο οποίος απειλεί να εξαλείψει την ίδια την κοινωνική ζωή» ισχυρίζεται ο Μάρρεϋ Μπούκτσιν το 1985 (Αναθεωρώντας την ηθική, τη φύση και την κοινωνία).

Κάποιοι ερμήνευσαν τις θέσεις για μια ελευθεριακή τοπική αυτοδιεύθυνση ως επικύρωση της κρυφής τους επιθυμίας να συμμετάσχουν στο εκλογικό παιχνίδι σε τοπικό επίπεδο, για να διαψευστούν σύντομα όταν την αμεσοδημοκρατική πολιτική σε επίπεδο πόλης την αντικατέστησε ο κόσμος της ανάθεσης, των προνομίων και των ειδικών της πολιτικής, ενώ οι σποραδικές απαντήσεις των κοινωνικών κινημάτων διεκδικούν με μαχητική διάθεση να αφαιρέσουν εξουσία από το κράτος, την αγορά και τους μηχανισμούς τους.

Τα βιώματα ελευθερίας τα οποία δημιουργούν οι από-τα-κάτω κινήσεις πολιτών σε όλον τον πλανήτη αλληλεπιδρούν με τον χώρο και τις ανισότητές του. Ο χώρος δεν είναι ουδέτερος -αντανακλά τις εκάστοτε κοινωνικές σχέσεις και την κατανομή εξουσίας. Είναι, ταυτόχρονα, από τη φύση του ανοιχτός -αλλάζει διαρκώς, βρίσκεται εν κινήσει και ο μετασχηματισμός του προς μια οικολογική και δημοκρατική πόλη αφορά τους πολίτες.

Από την πόλη, στην πόλη, με την πόλη.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η αρετή είναι μια αξία ενσαρκωμένη σε πράξη, λ.χ. υπάρχει η δικαιοσύνη ως ιδεώδες και ύστερα υπάρχει και το δίκαιο άτομο.

[2] Στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο η ταινία «Μέχρι το πλοίο» του Αλέξη Δαμιανού (1966) ή οι ταινίες του Ντίνου Κατσουρίδη με τον σπουδαίο Θανάση Βέγγο της ίδιας δεκαετίας αποτελούν τεκμήρια αυτής της διαδικασίας.

[3] «Σήμερα βέβαια η ανάπτυξη ψάχνει πρόσημο, κυρίως για να υπάρξει, ενώ τότε έψαχνε τον τρόπο να παγκοσμιοποιηθεί, με τον αντίλογο να περιορίζεται στις εναλλακτικές εκδοχές της. Τότε (1970) ο Κορνήλιος Καστοριάδης διατυπώνει την άρνησή της ως την καταστροφή της. Απορρίπτει κάθε είδους ανάπτυξη. Την εντάσσει ως αξία στον ηγεμονικό λόγο του κυρίαρχου συστήματος. Ενός συστήματος που υπερασπίζεται την ορθολογικότητα, εννοώντας την ορθολογικότητα αυτού του ίδιου του συστήματος. Μια δήθεν αυταπόδεικτη ηγεμονία. Δεν μιλά όμως για κάποια «άλλη» οικονομία ο Καστοριάδης, παρά για τον περιορισμό της και την υποταγή της στις υπόλοιπες δραστηριότητες». Νίκος Ιωάννου, Πέρα από την αποανάπτυξη, περιοδικό Βαβυλωνία, τχ. 17.

* Το παρόν άρθρο αποτελεί τη βάση της εισήγησης τού συγγραφέα στο Συνέδριο Κοινωνικής Οικολογιας του TRISE, που έλαβε χώρα στις 25 – 27 Οκτωβρίου 2019.