Aλλά δεν μπορούμε να αγαπήσουμε*
Στρέφουμε πάντα τον προβολέα στην σκιά /
Τα χέρια μας δεν συνορεύουν με απεραντοσύνη/
Ούτε η σημερινή γεύση
κρατά στα χείλη μας τη μνήμη.
Κοιταζόμαστε στα καφέ
Στο βουβό χώρισμα μεσοτοιχιών
Τα μάτια μας νεκρά σήματα μόρς
δεν κωδικοποιούν το δάκρυ.
Δεν αχνοφαίνεται πια το γέλιο μας
Οι μορφές μας ράγες αστέριωτες
άφαντες
Το τρένο μας δεν σταθμεύει πια
σε ο,τι ρίζωσε πάνω τους
Oι γραμμές του τηλεφώνου
Απαλύνουν Σύρματα
άλαλων συνομιλητών
Η τεχνολογία ερωμένη
Δίχως ιδρώτα
Χωρίς την επαφή που αγιάζεται
Στο πρώτο σφίξιμο
Τα αισθήματα οξειδώνονται
Για να μην καίει η φλόγα Αδημονία
Να μην μεστώνει η ανάγκη
με συνεύρεση
Όταν ξαπλώνουμε
Επιφαινόμενα
είμαστε
σ' οτι επίμονα
κραυγάζει
* Ο τίτλος του ποιήματος απαντά σε φράση από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη “Τετάρτη”