Είναι οι ανασφαλείς γονείς που όταν τα παιδιά τους πηγαίνουν χαρούμενα να τους αναγγείλουν τον καλό βαθμό τους, αυτοί ρωτούν για τους βαθμούς των συμμαθητών τους για να κρίνουν αν θα τα επαινέσουν και φοβούνται να εκφράσουν απλόχερα τα συναισθήματα τους μήπως αυτά εφησυχάσουν και δε συνεχίσουν να προσπαθούν. Τα φορτώνουν και τα πιέζουν να διαβάζουν να γίνουν άριστοι, γιατί ίσως αυτοί δε γίναν άριστοι.
Οι γονείς συγκρίνουν τα παιδιά τους μεταξύ τους, με τα ξαδέρφια τους και με τους φίλους τους. Πίσω από αυτές τις συγκρίσεις κρύβονται τα δικά τους άλυτα προβλήματα. Χωρίς αμφιβολία οι γονείς είναι καλοπροαίρετοι, η μέθοδος όμως είναι απάνθρωπη και ελάχιστα αποτελεσματική. Τότε λοιπόν η σύγκριση γίνεται μια ύπουλη μολυσματική ασθένεια που διαβρώνει την προσωπικότητα. Το παιδί θα νοιώθει ευάλωτο ακόμη κι αν πετύχει τον στόχο.
Όταν το παιδί κυνηγάει την πρωτιά, επειδή η σύγκριση έγινε στοιχείο της ζωής του, πολλές φορές καταβάλλεται από μεγάλη εσωτερική πίεση. Παράδειγμα οι παγκόσμιες πρωταθλήτριες γυμναστικής που δεν χαίρονται σαν παιδιά, όπου απαγορεύεται και η μια παραπάνω θερμίδα. Και γνωρίζουμε βεβαίως πως δε σημαίνει ότι και την επόμενη στιγμή θα είσαι καλός, αν τώρα είσαι ο καλύτερος από όλους. Η ότι θα είσαι καλός, επειδή είσαι καλύτερος από κάποιον άλλο. Το σπουδαίο είναι να είσαι καλός σύμφωνα με τον εαυτό σου.
Τις άσχημες συνέπειες της σύγκρισης δεν τις συναντάμε μόνο στο κοινωνικό επίπεδο αλλά και στις προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων τις οποίες δηλητηριάζουν, με αποτέλεσμα αυτές να γίνονται πεδία πολεμικών συγκρούσεων.
Οι άνθρωποι επιδιώκουμε να μειώσουμε τα προσόντα ή την επιτυχία που βλέπουμε στους συντρόφους μας. Μεγάλες αντιπαραθέσεις συναντάμε με αφορμή την οικονομική κατάσταση, την πατρική οικογένεια, τη δουλειά, τον τρόπο ανατροφής των παιδιών, το ντύσιμο, τη διασκέδαση και άλλα.
Πολλές φορές θέλοντας να συμπαρασταθούμε σε έναν άνθρωπο που περνάει δύσκολες στιγμές τον συγκρίνουμε με κάποιον άλλο που υφίσταται χειρότερα. Αυτή η αντίστροφη σύγκριση περικλείει μεγάλη ανταγωνιστικότητα. Ο ώριμος άνθρωπος που βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση δεν αποζητάει να δυσκολεύονται και οι άλλοι. Προτιμά να ακούει ευχάριστα νέα από τη ζωή τους, που του υπενθυμίζουν αντίστοιχα δικά του.
Αν κάποιος δε συγκρίνει, δε σημαίνει ότι εφησυχάζει και δεν έχει φιλοδοξίες ή θέλει να απολαμβάνει χωρίς κόπο, παραβλέποντας την αξιοκρατική κρίση και τη δημιουργική εργασία. Αντιθέτως επιτυγχάνεται η υγιής άμιλλα και οι άνθρωποι δια μέσου μιας τρυφερής ζήλειας χωρίς να επιζητούν το κακό του άλλου καταφέρνουν να κερδίσουν από αυτόν, με αμοιβαία θετικά συναισθήματα.
Τελικά κάθε φορά που συγκρίνουμε, χάνεται η μοναδικότητα της προσωπικότητάς μας.
Της Βάλλιας Μανωλοπούλου-Βελέντζα
Ψυχοθεραπεύτριας