Το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε μια χώρα με άδεια ταμεία και διαλυμένο εργασιακό τοπίο και κοινωνικό κράτος. Χωρίς ανθρώπινο δυναμικό στην δημόσια διοίκηση, με εργαζόμενους χωρίς βασικά εργασιακά δικαιώματα, πάνω από 1 εκατομμύριο ανέργους και με τους δείκτες φτώχειας να πλησιάζουν το 40%. Από την παραπάνω συνθήκη αλώβητη δεν έμεινε ούτε η Περιφέρεια Ηπείρου, όπου κατα την περίοδο 2010-2014, 28.600 άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους και το ποσοστό ανεργίας εκτοξεύθηκε από το 12,2% στο 24,5%.
Σε αυτές τις συνθήκες, πρώτο δικό μας μέλημα ήταν να αντιμετωπίσουμε τα φαινόμενα ακραίας φτώχειας, να δημιουργήσουμε ένα δίχτυ προστασίας για τους πολλούς ώστε να βγάλουμε τη χώρα από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια. Για αυτό ένα από τα πρώτα μας νομοσχέδια αφορούσε στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Θεσμοθετήσαμε το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, χορηγήσαμε το “κοινωνικό μέρισμα”, ανοίξαμε τα νοσοκομεία για 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστους και καταργήσαμε το ντροπιαστικό 5ευρω εισιτήριο, ενισχύσαμε τις υποδομές προσχολικής και σχολικής φροντίδας, στηρίξαμε τις νέες οικογένειες με το επίδομα ενοικίου.
Η ουσιαστική, όμως, αντιμετώπιση των ανισοτήτων γίνεται με την επάνοδο στην εργασία με αξιοπρεπείς μισθούς και δικαιώματα. Η αντιμετώπιση της ανεργίας και η ενίσχυση της εργασίας μέσα από την επαναφορά βασικών εργασιακών δικαιωμάτων και τον έλεγχο της τήρησης αυτών, ήταν και παραμένει για εμάς κεφαλαιώδους σημασίας. Στην κατεύθυνση αυτή, προχωρήσαμε μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων για την προστασία των ανέργων και την ενδυνάμωση της εργασίας, που εντάθηκαν κατά κύριο λόγο μετά τον Αύγουστο του 2018 με την επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, την αύξηση του κατώτατου και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.
Την ίδια στιγμή, αναδιαρθρώσαμε και ενισχύσαμε τον ΟΑΕΔ με υπηρεσίες πιο φιλικές προς τους πολίτες, ανασχεδιάσαμε την Κοινωφελή Εργασία, με αναβαθμισμένα εργασιακά δικαιώματα και αύξηση διάρκειας από 5 σε 8 μήνες (ενώ δεσμευτήκαμε για περαιτέρω αύξηση στους 12 μήνες), αναπτύξαμε τον Μηχανισμό Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, ώστε ο σχεδιασμός πολιτικών να βασίζεται πλέον στα πραγματικά δεδομένα της αγοράς, ενώ υλοποιήσαμε νέα προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας στοχευμένα στην αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας και σε ένα νέο ανθρώπινο δυναμικό.
Προφανώς, τα δεδομένα στην αγορά εργασίας δεν είναι ιδανικά. Δεν έχουμε φτάσει εκεί που θέλουμε. Είναι όμως τα εχέγγυα της πολιτικής μας βούλησης, για περαιτέρω ενίσχυση των δημοκρατικών δικαιωμάτων στην εργασία και για τη δημιουργία περισσότερων και ποιοτικότερων θέσεων απασχόλησης. Η επόμενη τετραετία έχει για εμάς έναν κύριο στόχο. Την δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας ώστε να ανακτήσουμε το σύνολο των θέσεων που χάθηκαν στα χρόνια της κρίσης. Με έμφαση στη μείωση της ανεργίας των γυναικών και των νέων, με κίνητρα για τη δημιουργία θέσεων πλήρους απασχόλησης, με ενίσχυση των μέτρων κατά της υποδηλωμένης εργασίας, αλλά και με νέες διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021, και επαναφορά της αρμοδιότητας καθορισμού του στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους από το 2022.
Σήμερα, είναι στρατηγική μας επιλογή να «επενδύσουμε» στην εργασία, κόντρα στην πολιτική ενός διαρκούς μνημονίου που η ΝΔ θέλει να επαναφέρει στην χώρα. Με επταήμερη εργασία, υποκατώτατο μισθό για τους νέους και κατάργηση κάθε είδους κοινωνικών παροχών.
Δεν θα τους αφήσουμε. Ήρθε η ώρα να δώσουμε τη μάχη ξανά. Για το δικαίωμα όλων στην εργασία, για το 40ωρο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, για την ασφάλιση και τις συντάξεις, για τους νέους και τις νέες που θέλουν να δουλέψουν με αξιοπρέπεια στην χώρα τους. Στις 7 Ιουλίου, αποφασίζουμε για τη ζωή μας.