Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 10 Αυγούστου 2020 12:11

Το Νοσοκομείο Πρέβεζας προ του “τσουνάμι” που έρχεται στην Υγεία (Μέρος Β')

Γράφει ο Παναγιώτης Τσόγκας

Σε συνέχεια προηγούμενης αρθρογραφίας μας για το ΕΣΥ, τις “περιπέτειες” που περνά το ΓΝ Πρέβεζας, αλλά και τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για το “νέο ΕΣΥ” (δείτε ΕΔΩ), θα παρουσιάσουμε μία εμπεριστατωμένη μελέτη από θεσμικό φορέα, αναφορικά με τα ΣΔΙΤ στην Υγεία, δηλαδή τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Πολλές φορές τη δεκαετία που πέρασε υπάρχει μία συζήτηση για το αν η Πρέβεζα θα μπορούσε να έχει ήδη νέο Νοσοκομείο βάσει αυτής της μορφής, σε συνέργεια δηλαδή με τον ιδιωτικό τομέα. Την ίδια στιγμή η συζήτηση αυτή “φουντώνει” γενικώς, καθώς η Κυβέρνηση Μητσοτάκη προωθεί τέτοια μοντέλα, ως τη δική της αντίληψη για ένα “νέο ΕΣΥ”.

Ένα από τα πλέον βασικά επιχειρήματα -που σαφώς και έχει λογική και αποδεικνύεται εύκολα- είναι ότι σε περιόδους ύφεσης και δημοσιονομικής στενότητας, οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αποτελούν ένα εργαλείο υλοποίησης έργων και παροχής υπηρεσιών. Το Κράτος δεν έχει λεφτά, ο κρατικός προϋπολογισμός “ελαφρύνεται”, ο ιδιώτης κερδίζει -υποτίθεται προς όφελος του πελάτη-ασθενή- και όλοι είναι χαρούμενοι. Είναι όμως έτσι;

Τον Οκτώβριο του 2015, το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, επιχείρησε για πρώτη φορά να καταγράψει ολοκληρωμένα τι συμβαίνει ευρωπαϊκά και πανελλαδικά με τα ΣΔΙΤ στην Υγεία. Έγινε μία τεκμηριωμένη επιστημονική δουλειά από Έλληνες πανεπιστημιακούς, με επικεφαλής την Μαρία Πετμεζίδου (Διπλ. ΑΠΘ, Dipl. University College London, Ph.D. Oxford University, ομότιμη καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Δίδαξε επίσης στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Comparative Research on Poverty Programme (International Social Science Council) και συνεργάτης του European Foundation on Social Quality).

Έγινε χρήση της διεθνούς βιβλιογραφίας, εμπειρικών μελετών και μελετών περίπτωσης σε Βρετανία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία, Δανία. Στη μελέτη επισημαίνεται:

Ο θεσμός των συμπράξεων στο χώρο της υγείας υιοθετήθηκε εκτεταμένα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως από τη Βρετανία, κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Με δεδομένη τη συρρίκνωση των δημόσιων προϋπολογισμών, οι ιδιωτικοί φορείς καλούνται να αναλάβουν τη χρηματοδότηση, μελέτη, κατασκευή και λειτουργία δημόσιων νοσοκομείων και άλλων δομών υγειονομικής φροντίδας καθώς και την παροχή υπηρεσιών υγείας (Barlow et al., 2013).

Οι εμπειρικές μελέτες από την εφαρμογή του θεσμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και δεν δικαίωσαν τους υποστηρικτές του. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση του συγκεκριμένου μοντέλου χρηματοδότησης οδήγησε στην ιδιωτικοποίηση των νοσοκομειακών εγκαταστάσεων και παροχών, στην αύξηση του κόστους κατασκευής των υποδομών και στη μετάθεση της επιβάρυνσης για την ανέγερση νοσοκομειακών μονάδων στις μελλοντικές γενιές φορολογουμένων. Ο δημόσιος τομέας μετατρέπεται ουσιαστικά σε «ένοικο» των νοσοκομειακών υποδομών που χρηματοδοτεί, παραχωρώντας συχνά περιουσιακά του στοιχεία σε ιδιώτες, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται ενίσχυση των φαινομένων αδιαφάνειας και διαφθοράς στο χώρο της υγείας. Επιπλέον, οι συμπράξεις συνέτειναν στη μείωση της δυναμικότητας των νοσοκομείων και του προσωπικού βάσει κριτηρίων οικονομικής βιωσιμότητας και στη συμμετοχή των χρηστών των υπηρεσιών υγείας στο χρηματοδοτικό φορτίο. Ο χρόνος ολοκλήρωσης των υποδομών δεν περιορίστηκε, ενώ σημαντικές είναι οι υπερβάσεις στον προϋπολογισμό των έργων. Οι κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο ιδιωτικός φορέας αφορούν συνήθως το κατασκευαστικό μέρος του έργου, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας του, οι κίνδυνοι μεταβιβάζονται στο Δημόσιο, το οποίο αναλαμβάνει και την αποπεράτωση του έργου. Συμπερασματικά, η εμπειρία από την εφαρμογή των ΣΔΙΤ στο χώρο της υγείας καταδεικνύει την αποτυχία του θεσμού σε όλες τις χώρες τις οποίες υιοθετήθηκε. Στις πρωτοπόρες χώρες, που εισήγαγαν το θεσμό, έχουν εμφανιστεί ήδη τα πρώτα σημάδια εγκατάλειψής του, ενώ πολλά από τα νοσοκομεία που κατασκευάστηκαν μέσω συμπράξεων φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες (McLellan, 2012). Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα, οι δεσμεύσεις του μνημονίου για περικοπή των δημοσίων δαπανών για την υγεία από τη μια μεριά, και η ανάγκη κάλυψης των υγειονομικών αναγκών στο μέλλον από την άλλη αναμένεται ότι θα επιτείνουν την πίεση για ενίσχυση και επέκταση του θεσμού των ΣΔΙΤ στον τομέα της υγείας. Πάντως, η παρούσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από την απροθυμία των ιδιωτικών φορέων να συμμετέχουν στην ανάληψη έργων μέσω ΣΔΙΤ, λόγω αδυναμίας εξασφάλισης των απαραίτητων δανειακών κεφαλαίων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεδομένου ότι στις συμπράξεις το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης προέρχεται από δάνεια τραπεζών, καθώς και από την αβεβαιότητα ως προς την απόδοση των συγκεκριμένων επενδύσεων σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.

Αξίζει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι το μεγάλο project ΣΔΙΤ στην Υγεία στη Σουηδία, το New Karolinska Solna University Hospital, το μεγαλύτερο ΣΔΙΤ στην Υγεία παγκοσμίως, που δεν είχε αξιολογηθεί το 2015, φαίνεται πως αντιμετωπίζει τα προβλήματά του, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα του σουηδικού Τύπου. Το Νοέμβριο του 2019 δημοσίευμα της εφημερίδας The Local αναφέρει ότι η διοίκηση προχώρησε σε απολύσεις 600 ατόμων (250 γιατροί), λόγω “κενού” στον προϋπολογισμό.

Και όχι μόνο αυτό. Χρειάστηκε η “γενναία” χρηματοδοτική “ένεση” της Περιφέρειας Υγείας της Στοκχόλμης για να μη γίνει χειρότερη η κατάσταση.

Στη μελέτη του Παρατηρητηρίου Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων (δείτε αναλυτικά ΕΔΩ), γίνεται αναφορά και στα 4 ΣΔΙΤ που είχαν δρομολογηθεί και στην Ελλάδα. Ανάμεσα στα 4 αυτά project ήταν και η κατασκευή και λειτουργία του νέου Νοσοκομείου Πρέβεζας.

 nprevezas1

Δείτε αναλυτικά τι αναφέρει η μελέτη, τα οποία είναι εξόχως αποκαλυπτικά:

Τα παραπάνω έργα εγκρίθηκαν το 2007, αλλά η υλοποίησή τους δεν προχώρησε. Σύμφωνα με πηγές του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, τα εγκεκριμένα έργα ΣΔΙΤ στον τομέα της υγείας «πάγωσαν» από το 2009 και έπειτα, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ότι οι ιδιώτες αδυνατούσαν να λάβουν εγγυήσεις από τις τράπεζες και να προχωρήσουν στην υλοποίηση των έργων. Συγκρίνοντας τα οικονομικά στοιχεία που αφορούν στο κόστος ανέγερσης των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, διαπιστώνεται ότι το κόστος κατασκευής των νοσοκομειακών μονάδων που υλοποιούνται μέσω του θεσμού των συμπράξεων είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος κατασκευής τους όταν η χρηματοδότηση πραγματοποιείται μέσω του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κόστος κατασκευής του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, δυναμικότητας 335 κλινών, που χρηματοδοτήθηκε μέσω του ΠΔΕ, ανήλθε στα 33,7 εκατ. ευρώ, ενώ το κόστος κατασκευής και λειτουργίας του Γενικού Νοσοκομείου Πρέβεζας, που διαθέτει τη μισή περίπου δυναμικότητα του πρώτου και το οποίο προγραμματίστηκε να υλοποιηθεί μέσω ΣΔΙΤ, προϋπολογίζεται στα 109 εκατ. ευρώ (Κουρής και Φιλαλήθης, 2008).

μακροχρόνια, οι ΣΔΙΤ επιβαρύνουν υπέρμετρα τον δημόσιο προϋπολογισμό και συμβάλλουν στη διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Η παρουσίαση μιας καλύτερης εικόνας των δημοσιονομικών μεγεθών μιας χώρας είναι μόνο φαινομενική και βραχυχρόνια (Καραγιάννη και Πεμπετζόγλου, 2008). Το κόστος αποπληρωμής των υποδομών δεσμεύονται να καλύψουν οι μελλοντικές γενιές φορολογουμένων, ενώ οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν οι ιδιωτικοί φορείς είναι αμφίβολοι (Κονδύλης κ.ά., 2008). Ταυτόχρονα, τα έργα που υλοποιούνται μέσω ΣΔΙΤ συνεπάγονται ένα υψηλότερο διοικητικό, κατασκευαστικό και χρονικό κόστος, συγκριτικά με τους συμβατικούς τρόπους χρηματοδότησης των έργων, χωρίς να εξασφαλίζουν αναβάθμιση των υπηρεσιών τόσο ποιοτική όσο και ποσοτική, αντικρούοντας το επιχείρημα εγγύησης καλύτερης σχέσης ποιότητας/τιμής. Η υλοποίηση έργων μέσω συμπράξεων χαρακτηρίζεται από έλλειψη διαφάνειας και παρουσία φαινομένων διαφθοράς. Ο ισχυρισμός περί ανάπτυξης του ανταγωνισμού μέσω των συμπράξεων φαίνεται ότι καταρρέει, δεδομένου ότι τα έργα που αναλαμβάνονται είναι τόσο ευμεγέθη που μόνο ένας περιορισμένος αριθμός ιδιωτικών οργανισμών μπορεί να τα διεκδικήσει και να τα υλοποιήσει (Barlow et al., 2013). Το επιχείρημα δε περί αναγκαιότητας υιοθέτησής τους σε περιόδους ύφεσης δεν φαίνεται να επαληθεύεται στις παρούσες οικονομικές συνθήκες”.

Θα ακολουθήσει η συνέχεια της συγκεκριμένης σειράς άρθρων, που θα περιλαμβάνει τη μελέτη της “Διανέοσις” για το “νέο ΕΣΥ”, τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, αλλά και τη νέα Α.Ε. για την αξιολόγηση των μονάδων.