Στις 19 Αυγούστου (το έγγραφο αναρτήθηκε σήμερα στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ), υπεγράφη στην Αθήνα η προγραμματική σύμβαση πολιτισμικής ανάπτυξης για την εκτέλεση του έργου «ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ Β και Δ ΣΤΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ», ανάμεσα στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ) νόμιμα εκπροσωπούμενο από την Γενική Γραμματέα κα Μαρία Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη και τον Αντιπεριφερειάρχη Π.Ε. Πρέβεζας Στράτο Ιωάννου (δείτε ΕΔΩ το έγγραφο).
Σκοπός της Σύμβασης είναι η προώθηση όλων των απαραίτητων αρχαιολογικών εργασιών, που θα συμβάλουν στην συμπληρωματική αποκάλυψη, αποκατάσταση και ανάδειξη των παλαιοχριστιανικών Βασιλικών Β και Δ της Νικόπολης, οι οποίες δεν έχουν αποκαλυφθεί πλήρως και δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς ακόμη.
Η Νικόπολη εκτός από το λαμπρό ρωμαϊκό της παρελθόν γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο και κυρίως κατά τον 5ο και 6ο μ. Χ. αιώνα, εποχή στην οποία ανάγεται και η ανέγερση των έως τώρα γνωστών εκκλησιών της. Ως πρωτεύουσα της Επαρχίας Παλαιάς Ηπείρου, με διοικητική και εκκλησιαστική αρμοδιότητα σε μια περιοχή που εκτεινόταν από τα Ακροκεραύνεια όρη στο βορά μέχρι της εκβολές του Αχελώου στα νότια και από την Πίνδο έως το Ιόνιο πέλαγος με τα νησιά Κέρκυρα, Λευκάδα και Ιθάκη, υπήρξε σπουδαίο πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κέντρο και κατά την περίοδο αυτή, με ακτινοβολία που εκτεινόταν και εκτός των διοικητικών της ορίων.
Από τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της που έχουν αποκαλυφθεί με τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το 1913 μέχρι σήμερα, οι βασιλικές Β και Δ, και οι δύο μνημεία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δεν έχουν ανασκαφεί και αναδειχθεί στο σύνολό τους.
Η βασιλική Β, γνωστή και ως βασιλική Αλκίσωνος, από το όνομα του επισκόπου που την επεξέτεινε και πιθανόν την ανακαίνισε στις αρχές του 6ου μ. Χ. αιώνα, αποτελεί την αρχαιότερη, εκτενέστερη και μεγαλοπρεπέστερη από τις γνωστές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της Νικόπολης και υπήρξε ο καθεδρικός της ναός. Πεντάκλιτη, με πλήθος προσκτισμάτων, στη νότια κυρίως πλευρά της, διασώζει εξαιρετικά ψηφιδωτά δάπεδα και πλουσιότατο γλυπτό διάκοσμο που αποτελείται αφ’ ενός από αρχιτεκτονικά μέλη ρωμαϊκών κτηρίων σε δεύτερη χρήση, αλλά και από αυθεντικά παλαιοχριστιανικά γλυπτά, πολλά από τα οποία είναι έργα εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης. Ο ρόλος της εκκλησίας αυτής στην εξέλιξη της παλαιοχριστιανικής λατρείας, όπως μαρτυρούν τα πολλαπλά βοηθητικά διαμερίσματα αλλά και οι λειτουργικές κατασκευές που διαθέτει, είναι γνωστός στη διεθνή βιβλιογραφία. Ως καθεδρικός ναός της πόλης ήταν απαραίτητο να διαθέτει βαπτιστήριο, το οποίο όμως μέχρι πρόσφατα δεν είχε εντοπισθεί. Ο μόλις πριν από μερικά χρόνια εντοπισμός του στα βορειοδυτικά προσκτίσματα της εκκλησίας επιβεβαίωσε παλαιότερες εικασίες για τη θέση του. H σημασία αποκάλυψης και ανάδειξής του είναι πραγματικά μεγάλη, επειδή εκτός του ότι θα ολοκληρώσει την εικόνα του μνημείου και τις γνώσεις μας για την ιστορία του, αποτελεί το μοναδικό βαπτιστήριο όχι απλώς στη Νικόπολη, αλλά και σε ολόκληρη την Ήπειρο.
Η βασιλική Δ, η τελευταία από τις γνωστές βασιλικές της Νικόπολης που έχουν έλθει στο φως, είναι ένα επίσης ιδιαίτερα αξιόλογο μνημείο που προφανώς σχετίζεται με τη λατρεία κάποιου τοπικού μάρτυρα. Αποτελεί τη μοναδική γνωστή κοιμητηριακή εκκλησία της Νικόπολης και μια από τις σπουδαιότερες του είδους της στην Ελλάδα, με βαρύνουσα σημασία, όπως απέδειξαν τα τελευταία ανασκαφικά ευρήματα, με κυριότερο τη μαρμάρινη σαρκοφάγο, έργο εξαιρετικής τέχνης Κωνσταντινουπολίκου εργαστηρίου, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο τμήμα των αρχιτεκτονικών γλυπτών της. Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το μνημείο, με άσκαφο το αίθριο και αδιαμόρφωτα τα σημεία στα οποία βρέθηκαν η σαρκοφάγος και οι γειτονικοί της τάφοι, δεν συνάδει με τη σπουδαιότητά του και κάθε άλλο παρά ελκυστική είναι για τους επισκέπτες. Η ολοκλήρωση της αποκάλυψης του αιθρίου και η διαμόρφωση των σημείων που βρέθηκαν οι ταφές θα συμβάλει καθοριστικά στην ανάδειξη της βασιλικής αυτής, η οποία βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τη νοτιοανατολική πύλη των ρωμαϊκών τειχών και το επίσης ρωμαϊκό νεκροταφείο.