Οι δύο νικητές που κερδίζουν 2 μονές προσκλήσεις είναι η Βασιλική Αλ. και η Μαρία Ν.
Δουλεύοντας μεροκάματο για να συντηρήσει την τετραμελή οικογένειά του, ο Ρίκι βλέπει σαν χρυσή ευκαιρία το να αγοράσει ένα φορτηγάκι και να γίνει αυτοαπασχολούμενος μεταφορέας. Η γυναίκα του, η οποία φροντίζει ηλικιωμένους, πουλάει το δικό της αμάξι, οι δυο τους χρεώνονται, αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα έχουν υπολογίσει.
Τρία χρόνια μετά το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», το «στρατευμένο» κοινωνικό δράμα που του χάρισε τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα της καριέρας του, ο 83χρονος Κεν Λόουτς επιστρέφει με μιας ταινία πάνω στην σκληρή καθημερινότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης. Τυπικός εκπρόσωπός της ο Ρίκι, αλλάζει δουλειές και, κυνηγώντας το μεροκάματο, προσπαθεί να συντηρήσει την τετραμελή οικογένειά του. Η γυναίκα του Άμπι φροντίζει ηλικιωμένους, σαν ένα είδος κοινωνικής λειτουργού, αλλά όσο κι αν οι δυο τους δουλεύουν όλο και σκληρότερα, η σφιχτή οικονομική τους κατάσταση παραμένει απαράλλακτη.
Ώσπου ο Ρίκι αποφασίζει να πάρει ένα μεγάλο επαγγελματικό ρίσκο, καθώς βλέπει σαν χρυσή ευκαιρία το να αγοράσει φορτηγάκι και να γίνει αυτοαπασχολούμενος μεταφορέας. Η Άμπι αναγκάζεται να πουλήσει το αμάξι της, οι δυο τους χρεώνονται, όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα έχουν υπολογίσει, μια και, σε αντίθεση με το χολιγουντιανό σινεμά, σε αυτό του Λόουτς το καλοκουρδισμένο σύστημα αποδεικνύεται σχεδόν πάντα ισχυρότερο από τις επιθυμίες των «γραναζιών» του.
Το «Δυστυχώς Απουσιάζατε» αποδίδει σωστά το «Sorry we missed you», που αφήνουν ως μήνυμα οι κούριερ όταν δεν βρουν τον παραλήπτη, αλλά εξίσου καταφέρνει να αποδώσει και την έννοια του «συγγνώμη που σας (ξε)χάσαμε/αγνοήσαμε» την οποία διαθέτει ο πρωτότυπος τίτλος. Μια σαφής αναφορά στην αδιαφορία των κρατούντων απέναντι στους μη έχοντες, οι οποίοι δίνουν κι εδώ άνισο αγώνα επιβίωσης. Ο πολιτικά ευαίσθητος Βρετανός σκηνοθέτης, με τον σεναριογράφο Πολ Λάβερτι πάντα δίπλα του, τον αποτυπώνει σαν μια μοντέρνα τραγωδία (ο Ρίκι διαπράττει ύβρι φιλοδοξώντας να γίνει επιχειρηματίας), διαπλέκοντας εύστοχα, αν κι έντονα δραματικά, τις κοινωνικές και τις ενδοοικογενειακές συνιστώσες του δράματος. Το πώς δηλαδή η οικονομική ανέχεια προκαλεί συναισθηματική ανασφάλεια, ανεξέλεγκτη οργή και ρήξη των ανθρωπίνων σχέσεων, εντοπισμένη εδώ, λίγο εύκολα, στην αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ πατέρα και γιου. Η τελική αίσθηση είναι αυτή μιας ισοπεδωτικής αλλοτρίωσης, επιβεβλημένης με ένα -όπως πάντα στον Λόουτς– ειλικρινά συναισθηματικό τρόπο.
Χρ. Μήτσης
Αθηνόραμα