«Μικρέ, σε αυτή τη δουλειά είσαι μόνος σου... Μη το ξεχάσεις ποτέ αυτό», μου εξήγησε κι εγώ μειδίασα, εντελώς «άγουρος» δημοσιογραφικά.
Κάποια χρόνια αργότερα, περπατώντας μαζί με άλλους συναδέλφους για να φτάσω στην αίθουσα Τύπου του γηπέδου του Ατρομήτου στο Περιστέρι, έπειτα από μία αναμέτρηση Πρωταθλήματος Ατρομήτου-Παναθηναϊκού, περνώντας μπροστά από το «πέταλο» των Fentagin, των οργανωμένων οπαδών της ομάδας του Περιστερίου, ακούστηκε ρυθμικά το σύνθημα: «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι...». Μικρή ήταν η μερίδα οπαδών, καθώς ειδικά οι Fentagin, έχουν αποδείξει πως έχουν άλλη οπαδική ματιά στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Εκείνη τη στιγμή, ακούω να με φωνάζουν από την εξέδρα. Γυρνάω και βρίσκω ένα γνωστό μου. Μιλάμε για λίγα λεπτά. Λίγο πριν ίσως και εκείνος να τραγουδούσε το γνωστό σύνθημα...
Ένας συνάδελφος έπειτα από αρκετές συζητήσεις που είχαμε για τέτοια ζητήματα, μου εκμυστηρεύτηκε:
«Σιχαίνομαι που καλύπτω μια πορεία με κίνδυνο της σωματικής μου ακεραιότητας και στο πρόσωπό μου ο ΜΑΤατζής βλέπει τον Πρετεντέρη και ο διαδηλωτής τη Στάη.
Σιχαίνομαι που ενώ ζω σε γκαρσονιέρα στο Νέο Κόσμο και χρωστάω δύο νοίκια, οι έξω θεωρούν ότι τα... τσεπώνω χοντρά και έχω σπίτι με πισίνα στην Εκάλη.
Σιχαίνομαι που οδηγάω ένα φιατάκι και οι έξω θεωρούν ότι έχω δύο μερσεντές.
Σιχαίνομαι που ενώ μου κουτσουρεύουν το μισθό με ατομικές συμβάσεις, ορισμένοι καλοπληρωμένοι βολεψάκηδες και κηφήνες του δημοσίου με κατηγορούν για... λαμόγιο.
Σιχαίνομαι που από μικρό παιδί έφτυσα αίμα και δούλευα δυο δουλειές για να φτάσω εδώ που έφτασα και να με κατηγορούν για χαρτογιακά.
Σιχαίνομαι που... σφύριζαν τα εκατομμύρια ευρώ γύρω μου και ενώ έλεγα συνεχώς: «Εγώ δεν κάνω τέτοια...», οι έξω αφήνουν υπονοούμενα ότι τα παίρνω.
Σιχαίνομαι που απολύθηκα γιατί επέμεινα στο δίκαιο, με «έκοψαν» από δουλειές και οι έξω θεωρούν ότι ήμουν «λίγος».
Σιχαίνομαι που επέλεξα να είμαι στην πορεία στο πλευρό των διαδηλωτών, αγωνιζόμενος για καλύτερη ζωή και οι έξω με λένε λαϊκιστή.
Σιχαίνομαι που επιλέγω να διασκεδάσω σε κουτούκια στα Εξάρχεια και οι έξω θεωρούν πως συχνάζω στην Πολιτεία.
Σιχαίνομαι που έκλεινα συνεχώς το τηλέφωνο στη μάνα μου γιατί δούλευα με τη φράση: ''Θα σε πάρω αργότερα...'' και δεν έπαιρνα ποτέ και οι έξω νομίζουν ότι... κάνω πλάκα μπρος σε έναν υπολογιστή.
Σιχαίνομαι που ενώ ήμουν πάντα αξιοπρεπής, θέλησαν να με «λερώσουν» για να με κατεβάσουν στο επίπεδό τους.
Για όλα τα παραπάνω, είμαι αλήτης, ρουφιάνος, δημοσιογράφος...».
Η ισοπέδωση είναι η αρχή του φασισμού. Όλοι είμαστε ίσοι, ενώπιον του Θεού, του Βούδα, του Αλλάχ, του Μαρξ -αν προτιμάτε- αλλά όχι ίδιοι. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και όπως σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχουν τα καλά και τα... σάπια «μήλα».