Και να που μία απροσδόκητη και πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση φέρνει στην επιφάνεια πιο επιτακτικά από ποτέ, το να συζητήσει η τοπική κοινωνία και να χαράξει τον οδικό χάρτη αναφορικά με το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης του Ν. Πρέβεζας. Το τρίπτυχο Τουρισμός-Εστίαση-Δημόσιο, φαίνεται από όλες τις αναλύσεις της επιστημονικής κοινότητας των οικονομικών πως θα κλονιστεί και βάζει στο “κάδρο” προβληματισμού την επόμενη ημέρα για το πως θέλουμε την περιοχή μας και τη χώρα και ακόμη περισσότερο ποια εργαλεία θα χρησιμοποιηθούν, τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά, ώστε να υπάρξει η περιβόητη ανάκαμψη.
Παραγωγικά αποτελέσματα εδώ και χρόνια σε άλλες πόλεις και περιφέρειες της Ελλάδας έχουν προκύψει από αναπτυξιακά συνέδρια που είχαν γίνει. Τόσο με κυβερνητική πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και με πρωτοβουλίες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή να δούμε και στην Πρέβεζα ένα τέτοιο συνέδριο.
Εξαιρετικά χρήσιμη και ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ με τίτλο “COVID-19 και Ελληνική Οικονομία: Επιπτώσεις και Προοπτικές”.
Εκεί εξηγείται μεταξύ άλλων:
“Η οικονομική κρίση και η κρίση χρέους στις οποίες βυθίστηκε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αλλά και η ανησυχία για την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το σοκ της πανδημίας COVID-19 μας δείχνουν τα όρια και τις χρόνιες αδυναμίες του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας. Οι δομικοί περιορισμοί του μοντέλου αυτού είναι σύνθετοι και πολλαπλοί: η τεχνολογικά και κλαδικά ανεπαρκής διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, η χαμηλή παραγωγικότητα και διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η μη δημιουργική/παραγωγική επιχειρηματικότητα, η μεγάλη εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές και η χαμηλή και κλαδικά περιορισμένη εξωστρέφειά της, η απουσία εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Μπορεί η υγειονομική κρίση COVID-19 να ενεργοποιήσει έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για τον αναπτυξιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας; Το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι κρίσιμο, καθώς ο αριθμός των χαμένων ευκαιριών για τη χώρα μας έχει αυξηθεί δραματικά. Ο άξονας του μετασχηματισμού είναι γνωστός: η παραγωγική και τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας, με βασικά χαρακτηριστικά τη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και εντάσεως γνώσεων, και ο περιορισμός της εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές για την ενδυνάμωση της αυτάρκειας της οικονομίας. Η πανδημία COVID-19 ανέδειξε ότι το μέλλον της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας είναι η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας αλυσίδας προστιθέμενης αξίας. Το σοκ της υγειονομικής κρίσης βρήκε την ελληνική οικονομία σε μια περίοδο όπου αυτή αναζητούσε την αναπτυξιακή δυναμικής της. Δυστυχώς, η κρίση χρέους που αντιμετώπισε η χώρα τα προηγούμενα χρόνια δεν έγινε αφορμή ανάληψης σημαντικών επιχειρηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Ο τομέας των υπηρεσιών με αιχμή τον διευρυμένο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών εξακολουθεί να είναι ο πρωταρχικός αναπτυξιακός άξονας. Οι ήπιοι ρυθμοί μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ μετά το 2016 συσχετίζονται πρωτίστως με την εξέλιξη της δραστηριότητας του συγκεκριμένου κλάδου. Αυτός είναι ο βασικός λόγος της, εύλογα, μεγάλης ανησυχίας για τις συνέπειες στη δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα εξαιτίας της αναστολής της δραστηριότητας του κλάδου αυτού στο πλαίσιο της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης. Το περιορισμένο μέγεθος του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες σταθεροποιητικής επίδρασής τους στο ΑΕΠ, αυξάνοντας την αβεβαιότητα για την υφεσιακή προοπτική της οικονομίας.
Το μέγεθος και η διάρκεια της ύφεσης και της στασιμότητας που θα ακολουθήσει τα επόμενα τρίμηνα θα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στους διαρθρωτικούς περιορισμούς του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης. Η εξέλιξη του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό ανάκαμψης του κλάδου του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών και από την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής ώστε να δημιουργήσουν ροές εισοδήματος που θα περιορίσουν ή, ιδεατά, θα αντισταθμίσουν την αρνητική επίδραση από την υπολειτουργία του συγκεκριμένου κλάδου στο σύνολο της οικονομίας. Είναι ενδεικτικό και πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι συγκριτικά με τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, το 2019 η Ελλάδα είναι δεύτερη σε όρους προστιθέμενης αξίας που παράγει ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών. Αντιθέτως, είναι από τις τελευταίες όσον αφορά την παραγωγή προστιθέμενης αξίας στη μεταποίηση”.
Δείτε στα συνημμένα έγγραφα παρακάτω ολόκληρη την ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ