Σχετική κοινή ανακοίνωσή τους αναφέρει:
Στις 26-3-2014 δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 74Α ο Ν.4250/2014, ψηφισθείς από την κυβερνητική (Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ.) πλειοψηφία στη Βουλή, κατ΄εντολή της τρόικας, που θεσπίζει το προ πολλού εξαγγελμένο πρόγραμμα «αξιολόγησης» των προσόντων των Δημοσίων Υπαλλήλων, το οποίο έρχεται σε συνέχεια του πειθαρχικού δικαίου, για να προωθηθεί παράλληλα με τις τρέχουσες διαθεσιμότητες-απολύσεις, το σχέδιο τρομοκράτησης, περαιτέρω υποταγής και απολύσεων των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Με το Ν. 4250/2014 θεσπίζεται σύστημα συγκριτικής αξιολόγησης με τον εκ των προτέρων παράλογο, αντισυνταγματικό και αντιεπιστημονικό, ορισμό ανώτατων ποσοστών υπαλλήλων που μπορούν να αξιολογηθούν ανά βαθμολογική κλίμακα. Δηλαδή, με βαθμό 9 έως 10 θα αξιολογείται ποσοστό έως και 25% των υπαλλήλων, με βαθμό 6 έως 9 θα αξιολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων και με βαθμό κάτω του 6 θα αξιολογείται ποσοστό 15% των υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ειδικά για τους Προϊσταμένους κάθε βαθμίδας, προκειμένου να ανταμείψουμε τα «δικά μας παιδιά», το ποσοστό των «αρίστων» εκτινάσσεται από 25% σε 70%. Επίσης η αξιολόγηση συνδέεται με την μισθολογική εξέλιξη, με βάση τους ισχύοντες νόμους.
Τα πολιτικά χαρακτηριστικά του νόμου αυτού συνίστανται από τα παρακάτω στοιχεία:
-
Χειραγώγηση και τρομοκράτηση των υπαλλήλων, πλήρης υποταγή των εργαζομένων στην υπηρεσιακή και πολιτική ιεραρχία, ιδεολογική αναπαραγωγή της υπεροχής του ατομικού απέναντι στο συλλογικό, περαιτέρω ασφυκτικός έλεγχος στην ανάδειξη στελεχών σε συνέχεια του υφισταμένου σήμερα πλαισίου (Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας, Πειθαρχικό Δίκαιο, Μισθολόγιο – Βαθμολόγιο).
-
Δημιουργία δεξαμενής προς απόλυση Δημοσίων Υπαλλήλων, μέσω της κατηγορίας του 15%.
-
Τιμωρητική αντιμετώπιση των υπαλλήλων που σηκώνουν κεφάλι στην αυθαιρεσία κάθε είδους Προϊσταμένων.
-
Υλοποίηση των επιλογών κυβέρνησης - Ε.Ε. – Ε.Κ.Τ. – Δ.Ν.Τ. για μια κρατική διοίκηση (σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο) ανελαστικό όργανο στην υπηρεσία του κεφαλαίου, με σχέσεις εργασίας που επιβάλλουν εξαθλίωση και αναξιοπρέπεια.
Στα ζητήματα λειτουργίας - αποδοτικότητας των δημοσίων υπηρεσιών, ο νόμος αυτός θα οδηγήσει σε ακόμα περισσότερη αποσύνθεση, ανθρωποφαγία, κατάλυση της συλλογικής προσπάθειας, συνολική απομάκρυνση από τη λογική της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.
Οι κραυγές των κυβερνώντων και των προπαγανδιστών τους στα Μ. Μ. Ε. για προσπάθειες αντιμετώπισης των δυσλειτουργιών των υπηρεσιών είναι απολύτως υποκριτικές, γιατί γνωρίζουμε ότι οι δυσλειτουργίες αυτές οφείλονται στις δικές τους πολύχρονες νομοθετικές και διαχειριστικές επιλογές.
Κανείς δεν πρέπει να συνεργήσει με την υπογραφή και τη συμμετοχή του σε απολύσεις συναδέλφων. Κανείς δεν πρέπει να βάλει την υπογραφή του σε μία προδήλως παράνομη και αντισυνταγματική διαδικασία.
Εξάλλου και μόνο η εισαγωγή αυθαίρετης ποσόστωσης και περαιτέρω επιμερισμού ανά οργανική μονάδα στρεβλώνει κάθε έννοια «αντικειμενικής» και «δίκαιης» κρίσης, που οι εισηγητές του νόμου ισχυρίζονται ότι αποκαθιστούν.
Κι αυτό γιατί ακόμα κι αν ο αξιολογητής κρίνει ότι υπάρχουν πολλοί «ισάξιοι» υπάλληλοι στη μονάδα που προΐσταται, δεσμεύεται από τις διατάξεις του νόμου να εξαιρέσει οπωσδήποτε κάποιους, υλοποιώντας υποχρεωτικά την ποσόστωση.
Τα παραπάνω φυσικά αποτελούν επαρκή λόγο για την προσφυγή όλων των αξιολογούμενων στη δικαιοσύνη. Υπό την έννοια αυτοί οι «αξιολογητές» συμμετέχοντας στη διαδικασία αυτή διακινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με προσφυγές εις βάρος τους.
Μετά από όλα αυτά :
-
Αγωνιζόμαστε και ζητάμε την κατάργηση του Ν.4250/2014
-
Καλούμε το Περιφερειακό Συμβούλιο της Περιφέρειας Ηπείρου:
- Να συζητήσει το θέμα σε άμεση συνεδρίασή του
- Να μη δεχτεί την προωθούμενη «αξιολόγηση»
- Με πολιτική απόφασή του να μην υλοποιήσει την προωθούμενη «αξιολόγηση», να δεσμεύσει και να καλύψει πολιτικά τους πολιτικούς και υπηρεσιακούς προϊσταμένους της Περιφέρειας Ηπείρου, προκειμένου να αποτρέψουν την έκδοση της νομοθετικά προβλεπόμενης απόφασης των Γενικών Διευθυντών στην οποία θα ορίζεται το ποσοστό ανά οργανική μονάδα των κατηγοριών του νόμου.
- Να δεσμεύσει και να καλύψει πολιτικά όσους εμπλέκονται στην εφαρμογή του νόμου, λόγω της θέσης τους στη διοικητική ιεραρχία, να απέχουν από κάθε σχετική διαδικασία.
Διεκδικούμε τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες
και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Αρνούμαστε την αξιολόγηση των προκαθορισμένων ποσοστών.
Το μέλλον μας δεν μπορεί να είναι η απομόνωση, η εξατομίκευση,
ο απόλυτος έλεγχος, ο φόβος και η υποταγή.
Για τα Δ. Σ. των Συλλόγων Υπαλλήλων των Π. Ε.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Άρτας
Ηλίας Παπαδημητρίου Τσιρώνης Ιωάννης
Θεσπρωτίας
Παύλος Αλεξίου Γεώργιος Μπίνας
Πρέβεζας
Σπυρίδων Σιούτης Αναστάσιος Γάτσιος
Απόσπασμα έκθεσης της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής (Β΄ Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών, Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων Νόμων):
«Όπως έχει παγίως κριθεί από τη νομολογία κατά την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων (…) βασικές αρχές και κατευθύνσεις του συστήματος αξιολόγησης είναι η αντικειμενική και αμερόληπτη στάθμιση βάσει σαφώς προσδιοριζόμενων κριτηρίων της επαγγελματικής ικανότητας και καταλληλότητας των υπαλλήλων σε σχέση με το αντικείμενο της εργασίας τους και τα καθήκοντά τους, αλλά και της απορρέουσας από το Σύνταγμα (άρθρο 5) αρχής της αξιοκρατίας (…) η δε βαθμολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να γίνεται πάντοτε μετά από αντικειμενική και ουσιαστική αξιολόγηση και κρίση τους από τα αρμόδια όργανα (ΣτΕ 1667- 9/2002, βλ. και ΣτΕ 1670/2002 ΔιοικΕφΑθ 788/2011, ΔιοικΕφΑθ 88/2010. Βλ., επίσης, άρθρο 81 παρ. 1 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (…)
Υπό το φως των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός ως προς το αν η αναγκαιότητα επιβολής των προτεινόμενων ποσοστώσεων για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νόμο σκοπού είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη, ώστε να συνιστά αναλογικό, σύμφωνο προς το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, περιορισμό του δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων να εξελίσσονται και να αξιολογούνται βάσει σαφώς προσδιοριζόμενων κριτηρίων επαγγελματικής ικανότητας και καταλληλότητας, σε σχέση προς το αντικείμενο της εργασίας τους και τα καθήκοντά τους, συμφώνως και προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο άρθρο 103 παρ. 7 εδ. β΄ του Συντάγματος αρχή της αξιοκρατίας, δεδομένου ότι η βαθμολογία που προτείνεται να λαμβάνει κάθε υπάλληλος δεν θα συναρτάται προς την ατομική του αξία, τις ικανότητες και τις επιδόσεις του κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, αλλά προς το προκαθορισμένο ποσοστό ανά κλίμακα βαθμολόγησης (πρβλ. και ΣτΕ 1917/1998)».