Με αφορμή κάποιους άξονες για τον πολιτισμό που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε στη δημοσιότητα , τροφοδοτήθηκε ένας ζωηρός διάλογος-άλλοτε επικριτικός κι άλλοτε υποστηρικτικός. Καλοδεχούμενη η συζήτηση, μια και αυτό είναι πολιτισμός. Με άλλα λόγια, η συζήτηση για θέματα που αφορούν τη δημιουργία, τις κοινωνικές σχέσεις, το ρόλο του κράτους στην καλλιτεχνική δημιουργία, την ίδια τη ζωή. Βέβαια, ο διάλογος δεν θα μπορούσε να μην εμβαπτιστεί στην ελληνική εκδοχή της διαλεκτικής, με βάση την οποία οι απόψεις ταξινομούνται σε πόλους. Είσαι δικός μας ή αντίπαλός μας-αν όχι εχθρός μας. Αναπόφευκτα, η συζήτηση εξελίχθηκε σε καταμέτρηση δυνάμεων και σε ανανέωση των «στρατοπέδων». Το βασικό ερώτημα ήταν –και είναι- ο ρόλος, πρωτίστως, του κράτους στην ‘παραγωγή’ πολιτισμικών ‘προϊόντων’. Κρατισμός ή ελευθερία στη δημιουργία. Αφετηρία για τη διατύπωση επιφυλάξεων αποτέλεσε η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος-της μεταπολιτευτικής περιόδου-, κατά το οποίο το υπουργείο πολιτισμού άνοιξε τους κρουνούς του και διέθεσε σημαντικά ποσά για την ενίσχυση καλλιτεχνικών αλλά και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Είν’ αλήθεια πως αρκετές φορές τα χρήματα έπιασαν τόπο, όταν διοχετεύθηκαν σε ανήσυχους δημιουργούς με ανήσυχη κοινωνική συνείδηση. Συχνά , ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν για τη χειραγώγηση της δημιουργίας και τη συγκρότηση πελατειακών σχέσεων, από τις οποίες η κάθε φορά κυβέρνηση θα αντλούσε κύρος.
Ασφαλώς και θα ήταν άτοπο να επικριθούν οι συντάκτες των προτάσεων για σοβιετική αντίληψη για τον πολιτισμό. Έχει παρέλθει αυτή η εποχή. Έχει θέση όμως ο θεσμικός παράγοντας στην ενίσχυση των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων; Χρειαζόμαστε υπουργείο πολιτισμού ή άλλους θεσμούς; Η πολιτική επιχορήγησης οδηγεί σε απονεύρωση της δημιουργίας; Είναι μερικά ερωτήματα που επανέρχονται τακτικά στη συζήτηση και οι προτάσεις έφεραν στην επικαιρότητα αυτά τα ζητήματα.
Όμως, η συζήτηση αυτή με έπεισε ότι ο διάλογος στην Ελλάδα, κατά κανόνα, είναι ελλειπτικός. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την «επώνυμη» δημιουργία στο θέατρο, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο. Διόλου παράξενο. Έτσι κι αλλιώς στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι στήλες που φέρουν τον τίτλο ‘πολιτισμός’ περιορίζονται στα γράμματα και τις (καλές) τέχνες. Πρόκειται για μια μόνο εκδοχή του πολιτισμού από τους τρεις ορισμούς που παραθέτει ο Raymond Williams. Απουσιάζει ο λαϊκός πολιτισμός, που δεν χωράει σ’ αυτές τις σελίδες.
Έχω την εντύπωση ότι αρκετοί δημιουργοί είτε αγνοούν είτε υποτιμούν το λαϊκό πολιτισμό και τη δημιουργία του. Αψευδής μάρτυρας η απουσία του από το θεματολόγιο της προαναφερθείσας συζήτησης. Αφορμή για όλα αυτά ήταν ένα βιβλίο για τον πολύ σημαντικό δημιουργό: τον κλαριτζή Τάσο Χαλκιά. Δημιουργεί πολιτισμό το κλαρίνο; Είναι καλλιτεχνική η δημιουργία του; Μήπως δεν υπάρχει πρωτοτυπία κι απλά ο κλαριτζής επαναλαμβάνει τυποποιημένα τη μελωδία; Για όσους γνωρίζουν είναι προφανής η απάντηση. Όποιος ακούσει το κλαρίνο του Χαλκιά-αλλά και τα άλλα όργανα και τις φωνές των ραψωδών του λαϊκού μας πολιτισμού-έχει πλήρη επίγνωση της μεγαλοσύνης των λαϊκών καλλιτεχνών. Ο Τάσος Χαλκιάς δεν υπήρξε ένας συνηθισμένος μουσικός. Δεν ήταν ένας απλός, έστω προικισμένος, δεξιοτέχνης του κλαρίνου. Ανήκε στους εκλεκτούς. Κατείχε την τέχνη να σαγηνεύει, να παρασύρει, να απογειώνει να μεταμορφώνει όσους τον άκουγαν. Ο Πλάτωνας στον Φαίδρο χαρακτηρίζει αυτή τη διαδικασία ως θεία εξαλλαγή των ειωθότων νομίμων. Με άλλα λόγια, τόσο ο μουσικός-Κίρκη όσο και οι ακροατές του-μύστες απαλλάσσονται από την καθημερινότητά τους, από τις συμβατικότητες που τους χαρακτηρίζουν.
Αυτό ακριβώς μπόρεσε να βιώσει ο κλαρινετίστας Benny Goodman, ο οποίος υποκλίθηκε στην ιδιοφυία του Χαλκιά, στην αστείρευτη δημιουργικότητά του, όταν τον άκουσε να παίζει κλαρίνο στη Νέα Υόρκη.
Αυτός ο πολιτισμός χρειάζεται ενίσχυση. Η πολιτεία να σταθεί αρωγός στα μουσικά σχολεία, που επιτελούν θαυμαστό έργο. Απαιτείται η κρατική στοργή να απλωθεί κι εκεί όπου η παραδοσιακή μουσική(ΤΕΙ Άρτας) θεραπεύεται και μεταδίδεται στις νεότερες γενιές. Σ’ αυτή και πολλές άλλες περιπτώσεις απαιτείται το δημόσιο να έχει πολιτική.