Με την ευκαιρία της έναρξης της σχολικής χρονιάς, ευχόμαστε καταρχάς στο εκπαιδευτικό προσωπικό και στη μαθητιώσα νεολαία «καλή σχολική χρονιά» και δημοσιεύουμε ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα για την εκπαίδευση των προσφύγων του 1922 στον νομό Πρέβεζας, συνεχίζοντας έτσι τη σειρά αφιερωμάτων μας στην εγκατάσταση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής στην περιοχή μας.
Το ζήτημα της εκπαίδευσης των παιδιών των προσφύγων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σε αυτό συναντώνται δύο διαφορετικές οπτικές. Από τη μια αυτή, η φροντίδα, όχι πάντα απλόχερη, και οι αντιλήψεις του επίσημου κράτους και από την άλλη οι ανάγκες και οι προσδοκίες των προσφύγων, οι οποίοι, παρά τη δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, έθεταν την εκπαίδευση των παιδιών τους ως έναν από τους πρωταρχικούς τους στόχους. Θα πρέπει να διευκρινιστεί, πάντως, ότι το ζήτημα της εκπαίδευσης δεν αφορούσε μόνο πρόσφυγες μαθητικής ηλικίας αλλά και εκπαιδευτικούς οι οποίοι, μετά από πολύχρονη υπηρεσία στις πατρίδες τους, βρέθηκαν πρόσφυγες στο ελληνικό κράτος. Για τους τελευταίους φαίνεται ότι η ιδιότητά τους υπήρξε ένα πολύτιμο διαβατήριο για τη γρηγορότερη επαγγελματική τους αποκατάσταση: ήδη από το σχολικό έτος 1922-1923 διαπιστώνουμε ότι κάποιοι από αυτούς υπηρέτησαν σε σχολεία της Πρέβεζας, έστω και ως προσωρινοί αναπληρωτές εκπαιδευτικοί. Για την απόδειξη της εκπαιδευτικής τους ιδιότητας οι πρόσφυγες παρουσίαζαν ένορκη βεβαίωση στο Ειρηνοδικείο, το αρχείο του οποίου περιήλθε πρόσφατα στα ΓΑΚ Πρέβεζας. Από αυτές τις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες βεβαιώσεις προκύπτουν τριών ειδών πληροφορίες: η καταγωγή των προσφύγων εκπαιδευτικών (τόσο ανδρών, όσο και γυναικών), οι σπουδές τους και η θητεία τους στα σχολεία της πατρίδας τους.
Όσο αφορά στα παιδιών των προσφύγων, αμέσως μετά την άφιξη τους στην Πρέβεζα, διαπιστώνουμε την εγγραφή λίγων από αυτά ως μαθητών σε σχολεία του νομού. Στα ΓΑΚ Πρέβεζας απόκεινται εκπαιδευτικά αρχεία εκείνης της εποχής από τα οποία προκύπτει η εγγραφή προσφυγοπαίδων στο «1ο Δημοτικό Σχολείο» και στο «Ελληνικό Σχολείο» της Πρέβεζας καθώς και στο «Ελληνικό Σχολείο» Φιλιππιάδας ήδη κατά το σχολικό έτος 1922-1923. Από την επόμενη σχολική χρονιά συναντάμε εγγραφές στο «Ελληνικό Σχολείο» Πάργας και στο «Γυμνάσιο Πρέβεζας». Η εγγραφή τους γινόταν ατελώς, όπως ίσχυε για τους απόρους ή τους μαθητές που φοιτούσε κάποιος αδελφός τους στο σχολείο, σε αντίθεση με τους υπολοίπους μαθητές που πλήρωναν εκπαιδευτικά τέλη. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω περιπτώσεις μαθητών σχετίζονταν κυρίως με πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί σε οικισμούς με αστικό χαρακτήρα και υπάρχουσες σχολικές υποδομές ενώ από τα επαγγέλματα των γονέων τους προκύπτει ότι οι τελευταίοι διέθεταν τα επαγγελματικά εφόδια ώστε να αποκατασταθούν γρηγορότερα από την πλειονότητα των υπολοίπων προσφύγων. Πάντως, όταν οι πρόσφυγες οργανώθηκαν σε σωματεία προκειμένου να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, η φροντίδα για την εκπαίδευση των παιδιών τους ήταν ένας από τους σκοπούς που καταγράφεται στα καταστατικά των σωματείων τους, όπως σε εκείνα του «Συλλόγου Αστών προσφύγων Πρεβέζης Η Ένωσις» που ιδρύθηκε το 1924 και του «Συλλόγου Ελλήνων προσφύγων Πάργης» που ιδρύθηκε το 1926.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντως η περίπτωση της σχέσης με την εκπαίδευση των προσφύγων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην αγροτική ύπαιθρο, σε οικισμούς που δημιουργήθηκαν εξαρχής, επομένως δεν διέθεταν υπάρχουσες υποδομές, όπως σχολεία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των κατοίκων του Νέου Αγιαντζικίου, που αργότερα μετονομάστηκε σε Αρχάγγελο, οι οποίοι με έγγραφό τους προς το Εποπτικό Συμβούλιο της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Πρεβέζης, ανέφεραν ότι στον οικισμό τους υπήρχαν 24 παιδιά σχολικής ηλικίας και υπόσχονταν να καλύψουν οι ίδιοι τα έξοδα του εξοπλισμού σε έπιπλα και της στέγασης του σχολείου, εφόσον η πολιτεία αποφάσιζε να ιδρύσει εκπαιδευτική δομή στο χωριό τους. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο οποίο απευθύνθηκαν οι κάτοικοι του οικισμού αποδέχτηκε την πρόταση τον Ιούλιο του 1924, αφού συνέτρεχαν οι νόμιμοι λόγοι για την ίδρυση σχολείου. Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι έθεσε ως προϋπόθεση της απόφασης οι ίδιοι οι πρόσφυγες να προσφέρουν δωρεάν το οίκημα και τα σχολικά έπιπλα, όπως υποσχέθηκαν. Αξίζει να επισημανθεί ότι όταν οι πρόσφυγες υπέβαλαν την αίτησή τους για ίδρυση σχολείου, δεν είχαν ακόμα ανεγερθεί οι προσφυγικοί οικίσκοι από την πολιτεία (καθώς η σχετική εργολαβία υπογράφτηκε στα τέλη Αυγούστου του ίδιου χρόνου), επομένως έμεναν σε σκηνές. Είναι αξιομνημόνευτο λοιπόν το ενδιαφέρον που επέδειξε η συγκεκριμένη κοινότητα των προσφύγων για την εκπαίδευση των παιδιών της.
Μετά από το παραπάνω σχολείο, ιδρύθηκαν κατά σειρά τα μονοτάξια μικτά Σχολεία Νέας Σαφράμπολης (μετέπειτα Σμυρτούλας) και Σινώπης, καθώς και το διτάξιο μικτό Νέας Σαμψούντας το 1926, το μονοτάξιο Σχολείο Ν. Κερασούντας το 1928 και τέλος το μονοτάξιο Σχολείο Παντοκράτορα το 1931. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε στοιχεία για τον τρόπο ίδρυσης των παραπάνω σχολείων της περιόδου 1926-1928. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ότι και εκεί υπήρξε σχετικό αίτημα των προσφύγων. Στοιχεία διαθέτουμε για την περίπτωση του Παντοκράτορα, για το οποίο προκύπτει ότι την ίδρυση του σχολείου ζήτησαν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης της ίδρυσης του σχολείου, στον οικισμό κατοικούσαν περίπου 50 οικογένειες οι οποίες εν πολλοίς ομιλούσαν τουρκικά, ενώ οι μαθητές αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στην πόλη διανύοντας τη σχετική απόσταση διαρκείας περίπου 45 λεπτών. Και σε αυτήν την περίπτωση, οι ίδιοι οι πρόσφυγες ήταν διατεθειμένοι να εξασφαλίσουν το κτίριο για τη στέγαση του σχολείου και τα σχολικά είδη. Έτσι, προσέφεραν «συνήθη προσφυγικόν οικίσκον» και υποσχέθηκαν ότι θα αναγείρουν σε κατάλληλη θέση νέο κτίριο.
Πέρα από τα παραπάνω σχολεία, το Εποπτικό Συμβούλιο της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Πρεβέζης αποφάσισε το 1931 και την ίδρυση «Νυχτερινών Σχολών προς καταπολέμησιν του αναλφαβητισμού» στους προσφυγικούς οικισμούς Αρχαγγέλου, Σαμψούντας, Σινώπης και Σμυρτούλας κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο ζήτημα της γλώσσας.
Φαίνεται λοιπόν ότι και η πολιτεία αντιλήφθηκε τη σημασία της ίδρυσης σχολείων στους προσφυγικούς οικισμούς τα οποία θα επιτάχυναν την ένταξή τους προσφύγων στην πραγματικότητα του ελληνικού κράτους αλλά και τη γλωσσική τους αφομοίωση, ιδιαίτερα εκείνων οι οποίοι μιλούσαν την τουρκική γλώσσα. Είναι χαρακτηριστική η αντίληψη του ρόλου του σχολείου, όπως διατυπώνεται στα πρακτικά του προαναφερθέντος διοικητικού οργάνου της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, όταν επιχειρηματολογούσε υπέρ της διατήρησης σε λειτουργία του σχολείου του Αρχαγγέλου το 1931, παρά τη μείωση του αριθμού των μαθητών του: «από απόψεως πολιτισμού οι κάτοικοι του νέου προσφυγικού συνοικισμού ευρίσκονται εις πρωτόγονον κατάστασιν και μόνον δια του Σχολείου υπάρχει ελπίς βελτιώσεως».
Τέλος, από άποψης διδακτηρίων, τα προσφυγικά σχολεία αρχικά φιλοξενούνταν σε προσφυγικούς οικίσκους. Διδακτήρια άρχισαν να κτίζονται στα μέσα στης δεκαετίας του 1930. Στα αρχεία της υπηρεσίας μας ως έτος ανέγερσης του σχολικού κτιρίου της Νέας Σαμψούντας αναφέρεται το 1935 ενώ για το σχολείο της Σμυρτούλας το έτος 1937. Πάντως, το 1936 ένα από τα αιτήματα του προσφυγικού συνεδρίου Ηπείρου που συνήλθε στη Νέα Σαμψούντα ήταν και η ανέγερση ή η ολοκλήρωση των ανεγειρόμενων διδακτηρίων των προσφυγικών συνοικισμών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι τελευταίοι θα αποκτήσουν σύγχρονα διδακτήρια μετά τις πολεμικές περιπέτειες της δεκαετίας του 1940, και πιο συγκεκριμένα ο Αρχάγγελος, η Νέα Σινώπη, η Νέα Κερασούντα και ο Παντοκράτορας το 1950 ενώ το 1951 κτίστηκε και νηπιαγωγείο στη Νέα Σινώπη.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας. στον συνάδελφο στα ΓΑΚ Πρέβεζας κ. Δημήτρη Μαλέσκο που βοήθησε στην έρευνα του αρχειακού υλικού και στους κκ. Ιωσήφ Ζιώγα και Ανδρέα Καρζή που μας επέτρεψαν την αναπαραγωγή της φωτογραφίας που δημοσιεύτηκε στο λεύκωμά τους με τίτλο «Κάποτε στην Πρέβεζα». Η φωτογραφία προέρχεται από τη συλλογή Αφροδίτης Πάσχου και απεικονίζει τους μαθητές του προσφυγικού οικισμού Σμυρτούλας.