Το κείμενο της ερώτησης ανέφερε:
«Για την πώληση των 14 ελληνικών αεροδρομίων στην εταιρία Fraport παρασχέθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση πρόσθετες εγγυήσεις για τα κεφάλαια που πρόκειται να επενδύσει η εν λόγω εταιρία.
Οι εγγυήσεις παρασχέθηκαν βάσει του Νομοθετικού Διατάγματος 2687 του έτους 1953, «περί επενδύσεων και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού», το οποίο προέβλεπε πρόσθετες διασφαλίσεις των κεφαλαίων που εισάγονται από το εξωτερικό για επενδύσεις, οι οποίες ταυτόχρονα εξαιρούνταν από κάθε πράξη επίταξης η αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακόμη και σε καιρό πολέμου.
Τέτοιες εγγυήσεις δεν έχουν παρασχεθεί ποτέ μέχρι σήμερα, τουλάχιστον μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, διότι προφανώς παραβιάζουν το ευρωπαϊκό δίκαιο, αφού προσφέρουν ευνοϊκότερο επενδυτικό πλαίσιο για όσες εταιρίες εντάσσονται στον ανωτέρω νόμο σε σχέση με τις υπόλοιπες.
Με δεδομένα τα ανωτέρω μπορεί να αποφανθεί κατά πόσον η ανωτέρω ρήτρα στη σύμβαση ελληνικού δημοσίου-Fraport είναι σύμφωνη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία;».
Εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο κ. Vestager απάντησε:
«Μετά από ανεπίσημες επαφές μεταξύ των υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και των ελληνικών αρχών, η Ελλάδα αποφάσισε να μη συνεχίσει την επίσημη κοινοποίηση προς την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ όσον αφορά την εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος, στην περίπτωση των 14 ελληνικών αεροδρομίων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν έλαβε επίσημη θέση σχετικά με τη συμμόρφωση της εν λόγω διάταξης με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ».
Ο Έλληνας ευρωβουλευτής κατέθεσε νέα ερώτηση, επαναφέροντας το θέμα.