Είναι 25.
Τελείωσε το Φιλολογικό, πήγε φαντάρος, γύρισε, τώρα δε βρίσκει δουλειά. Μένει με τους γονείς του. Τον χαρτζιλικώνουν ίσα για ένα καφέ την ημέρα στον οποίο και ξοδεύει τη μισή του μέρα. Του λεν να κάνει υπομονή. Αυτός δεν ξέρει. Ποτέ δεν ήξερε, συνειδητοποιεί ότι πάντα αποφάσιζαν οι γονείς του για αυτόν. Ούτε η σχολή του άρεσε αλλά πήγε. Λέει να το σκεφτεί λίγο. Περιμένει.
Είναι 29.
Τέσσερα χρόνια και το καλύτερο που έχει πετύχει είναι κάποια ιδιαίτερα που δε φτάνουν ούτε για τα τσιγάρα του. Μένει ακόμα με τους γονείς του. Όταν τσακώνεται με τον πατέρα του, αυτός του υπενθυμίζει ότι στην ηλικία του ήταν παντρεμένος με παιδιά. Στους χειρότερους καβγάδες του επισημαίνει ότι δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε τον εαυτό του.
Είναι 34.
Ο τοπικός βουλευτής του εξασφάλισε μια δουλειά σε πολυκατάστημα. 300 ευρώ για θέση μερικής απασχόλησης που φυσικά στην πράξη είναι οχτάωρη και βάλε. Τον απειλούν συνέχεια με απόλυση όταν διαμαρτύρεται. Χώρισε με την κοπέλα του γιατί “η σχέση δεν είχε μέλλον”. Αναρωτιέται αν και πότε θα μπορέσει να κάνει οικογένεια. Απορεί πώς ο πατέρας τους διαμαρτύρεται για τη σύνταξη που έπεσε στα 1100 ευρώ. Το ποσό πλέον του φαίνεται μυθικό. Πάχυνε, πίνει, έκοψε και ξανάρχισε το τσιγάρο. Μένει ακόμα με τους γονείς του.
Είναι 25, 29, 34.
Δεν ήταν προετοιμασμένοι για αυτή την κρίση. Δεν τους είχε εκπαιδεύσει κανείς πώς να αντιδράσουν στο πρόβλημα της ανεργίας. Δεν θέλαν να τους μάθουν να παίρνουν πρωτοβουλίες. Η επιχειρηματικότητα δεν καλλιεργείται στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Τα παραγωγικά επαγγέλματα λοιδορούνταν για τρεις δεκαετίες. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός είναι ανύπαρκτος. Το ελληνικό κράτος μισεί τους επιτυχημένους και αδιαφορεί για τους αποτυχημένους.
Είναι 25, 29, 34.
Τα κανάλια τους δείχνουν εξαθλιωμένους άστεγους και ανθρώπους που ζουν χωρίς ηλεκτρισμό κλείνοντάς τους το μάτι. Μη μιλάς, είσαι τυχερός, καλά είσαι ακόμα. Δε συγκινούνται. Δεν πείθονται. Δεν τους νοιάζει . Αισθάνονται αδικημένοι και είναι θυμωμένοι. Δεν κατάλαβαν κανένα πάρτυ της μεταπολίτευσης. Δεν πήραν προμήθειες, δεν διόρισαν, δε διορίστηκαν, δεν παίξαν στο χρηματιστήριο, δεν κλέψανε. Πληρώνουν όμως το λογαριασμό για όλους αυτούς που τώρα τους κουνάνε το δάκτυλο. Αυτό που θέλουν είναι να γκρεμιστούν όλα ώστε να ξεκινήσουν όλοι από το μηδέν. Δεν ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αλλά ούτε αυτό τους ενοχλεί. Θεωρούν ότι θα είναι καλύτερο από αυτό που βιώνουν.
Είναι 25, 29, 34.
Είναι η χαμένη γενιά της κρίσης. Μεταξύ συζητήσεων για μειώσεις μισθών, επιδομάτων, συντάξεων, για φορολογικά και ασφαλιστικά νομοσχέδια κάπου τους ξεχάσαμε. Ή μήπως τους θυσιάσαμε;
Τους βλέπετε παντού. Είναι οι νέοι με το απλανές βλέμμα στις καφετέριες. Είναι αυτοί που περπατάν με το κεφάλι σκυφτό αποφεύγοντας τις βιτρίνες. Είναι οι ανώνυμοι στο διαδίκτυο που βρίζουν χυδαία τους πάντες και τα πάντα.
Προς το παρόν απλώς τρόμαξαν τους γονείς τους στις τελευταίες εκλογές και στις μετέπειτα δημοσκοπήσεις. Βγήκαν και στο δρόμο βέβαια και τους χτυπήσανε. Ετοιμαστείτε, όμως, νοικοκυραίοι μου. Θα έλθουν και στις επόμενες εκλογές να ψηφίσουν. Μόνο που αυτή τη φορά θα είναι πολύ πολύ περισσότεροι.