Οι ερινύες, Αληκτώ (της οργής), Μέγαιρα (του μίσους), Τισιφόνη (της εκδίκησης) ήταν χθόνιες θεές με αποκρουστικά χαρακτηριστικά, που κατοικούσαν στον Άδη και η αποστολή τους ήταν η τιμωρία όσων είχαν διαπράξει ηθικά εγκλήματα ή εγκλήματα κατά της φυσικής τάξης και αρμονίας του κόσμου. Συχνά οι θνητοί τις επικαλούνταν όταν ήθελαν να καταραστούν έναν εχθρό τους για να τον τιμωρήσουν είτε με φρικιαστικό θάνατο είτε οδηγώντας τον στην τρέλα με τις κραυγές τους. Ο βίος όμως και η πολιτεία των ερινύων τελείωσε όταν καταδίωξαν τον Ορέστη που είχε σκοτώσει την μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της για να τους εκδικηθεί για την δολοφονία του πατέρα του. Ο Ορέστης σώζεται από τον θεό Απόλλωνα που τον απάλλαξε από το μίασμα του φόνου και στη συνέχεια από την απόφαση της θεάς Αθηνάς να διεξαχθεί δίκη, με θνητούς δικαστές, σε δικαστήριο, στον Άρειο Πάγο και στο οποίο αθωώνεται. Έκτοτε οι ερινύες γίνονται ευμενίδες, θεές της ευλογίας ή καλύτερα οι άνθρωποι-δικαστές γίνονται κατά μια έννοια ερινύες. Ο μύθος περιγράφει μια από τις κορυφαίες ιδρυτικές πράξεις της Αθηναϊκής δημοκρατίας, την θεσμοθέτηση της δίκης, την κατάργηση της αυτοδικίας. Η γέννηση της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα είναι σύμφυτη με την γέννηση του νόμου, των υποχρεώσεων και των απαγορεύσεων, που θεσμίζονται από τους πολίτες εντός του δήμου, διότι υπήρχε η βαθιά πεποίθηση ότι από την συγκρότηση του σύμπαντος, αλλά και του ανθρωπογενούς κόσμου, συνυπάρχουν οι δυνάμεις της διχόνοιας αλλά και της συμφιλίωσης, της ενότητας. Ποιος θα ρυθμίσει αυτές τις δυνάμεις που είναι ιδρυτικές της ύπαρξης, ο θεόσταλτος νόμος ή η φύση; Ποιος θα αποτρέψει τον εμφύλιο στον οίκο ή στην πόλη; Η αυτοθεσμισμένη κοινωνία, που εντός του δημόσιου χώρου, στην Εκκλησία του Δήμου, θεσμοθετεί δικαιώματα, υποχρεώσεις και απαγορεύσεις, που περιορίζουν την αυτοδικία και καθιερώνουν την αμνηστία για όσα κακά έγιναν στο παρελθόν. Ο νόμος ως ανθρώπινο κατασκεύασμα, σχετικό και μεταβλητό, θα ρυθμίζει τα ανθρώπινα.
Γνωρίζουμε βέβαια από τις μελέτες των ανθρωπολόγων ότι από τα πρώτα του βήματα ο χόμο σάπιενς είχε επίγνωση ότι ήταν φορέας της παράφρονης παραβίασης του μέτρου, που οδηγούσε σε εμφύλιες σφαγές. Σε πολλές “πρωτόγονες” φυλές ήταν συνήθης πρακτική, ως τεχνική συμφιλίωσης, να χρησιμοποιείται η ανταλλαγή γυναικών ανάμεσα σε οικογένειες, ώστε να τελειώσει ο πόλεμος χάρη σ' έναν γάμο ανάμεσα στα αντίπαλα γένη. Η ειρηνική συνύπαρξη επιτυγχάνεται από την μεταστροφή της διχόνοιας, ενός εχθρικού συναισθήματος σε θετικό, μέσω ενός δεσμού ταύτισης, του γάμου. Άλλες τεχνικές συμφιλίωσης ήταν ο θεσμός του συμβουλίου των σοφών γερόντων για την επίλυση διαφορών, αλλά και τα διάφορα τελετουργικά και οι γιορτές που ελάμβαναν χώρα για να κατευνάσουν τα πάθη.
Δυο χωριανοί σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης τσακώθηκαν, ο ένας μαχαίρωσε τον άλλον, που εισήχθηκε στο νοσοκομείο. Η γυναίκα του τραυματισμένου, έχοντας επίγνωση του επαπειλούμενου εμφυλίου, πρόλαβε πριν ο άντρας της βγει από το νοσοκομείο με προληπτικό σασμό να δώσει το ένα της παιδί στον θύτη να το βαφτίσει. Η μη αποδοχή του σασμού θεωρείται χειρότερη από φόνο, όποιος τον παραβιάσει είναι μίασμα. Τί είναι όμως ο θεσμός του σασμού στα ορεινά της Κρήτης; Σασμός: συμφιλίωση, συμβιβασμός, σάζω (φτιάχνω). Σιάστες: διαμεσολαβητές, μεσίτες, συνήθως γέροντες ή πρόσωπα κύρους ή δάσκαλοι, γιατροί και ιερείς. Οι διαπραγματεύσεις, συνήθως μετά από φόνο, ζωοκλοπή, τραυματισμό, για να μην γενικευτεί ο κύκλος του αίματος διαρκούν μήνες και αν είναι επιτυχείς επικυρώνεται η συμφιλίωση με βάπτιση ή γάμο. Η συμφιλιωτική δύναμη του σασμού είναι τέτοια που στα ορεινά της Κρήτης δεν θα υπήρχε κοινωνική ισορροπία χωρίς αυτόν, άλλωστε σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα ενός σασμού γίνεται αποδεκτό από τα δικαστήρια. Το γεγονός αυτό και κυρίως η ειρήνευση της κοινότητας, χωρίς την παρέμβαση του κράτους, καταδεικνύει την σοφία των κοινοτήτων σε κοινωνικές πρακτικές διαχείρισης και περιορισμού της διχόνοιας. Δεν πρόκειται για μια καρικατούρα απονομής δικαιοσύνης, για έναν αρχαϊσμό που επιβιώνει, αλλά για υψηλού επιπέδου μάθημα του τρόπου θεσμοθέτησης ορίων αποτροπής της ύβρεος. Είναι άξιο λόγου ότι και επί ενετοκρατίας στην Κρήτη γινόταν σασμός- οι αντίπαλες οικογένειες υπέγραφαν συμφωνητικό ενώπιον νοτάριου (συμβολαιογράφου).
Από την αυτοθέσμιση στην κλασσική Ελλάδα – οι νόμοι αποφασίζονται στην συνέλευση του δήμου- την σοφία των “πρωτόγονων” κοινοτήτων, τον σασμό στην Κρήτη, έχουμε σήμερα οδηγηθεί στις μεταμοντέρνες ολιγαρχικές δημοκρατίες, η αγορά και οι νόμοι που της αντιστοιχούν ρυθμίζουν το ατομικό μας συμφέρον. Το προσωπικό συμφέρον είναι όμως ανταγωνιστικό και όχι συμφιλιωτικό. Το άτομο αυτό το μόνο που ξέρει είναι ότι η επίλυση των διαφορών γίνεται με το να κάνουμε αγωγές στα δικαστήρια. Η συμφιλίωση είναι μια ικανότητα, ένα συναίσθημα, που συναντάμε σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, η δε ηθική της συμφιλίωσης μας υπενθυμίζει ότι το άτομο αλληλεξαρτάται από το βλέμμα του άλλου και δεν είναι το νεωτερικό κατασκεύασμα του αυτόνομου και ορθολογικού ανθρώπου. Είναι επείγον σήμερα οι κοινότητες των ανθρώπων να θεσμοθετήσουν νέα είδη σασμών για την ειρηνική τους συνύπαρξη.